Υπό άλλες συνθήκες, η κυβέρνηση θα αξιοποιούσε τη σημερινή μέρα κατάθεσης του προϋπολογισμού, προκειμένου να αλλάξει την ατζέντα, μετά την αρνητική τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα από τη στιγμή της ανακοίνωσης της συμφωνίας Τσίπρα-Ιερώνυμου για τα μισθολογικά των κληρικών και την εκκλησιαστική περιουσία.

 

 

Η κυβέρνηση ποντάρει στον προϋπολογισμό αυτό, προκειμένου να εμπεδωθεί, συνδυαστικά και με τη διανομή του κοινωνικού μερίσματος προς το τέλος του έτους, στους πολίτες η αίσθηση ότι «τα πράγματα αλλάζουν». Άλλωστε, σε αυτόν δεν περιλαμβάνονται οι περικοπές στις συντάξεις, αλλά, αντίθετα, περιλαμβάνονται θετικά μέτρα ύψους περίπου 900 εκ. ευρώ, περισσότερα από την αρχική πρόβλεψη για θετικά μέτρα ύψους 750 εκ. ευρώ, μιας και έχει εξασφαλιστεί ο απαιτούμενος επιπλέον δημοσιονομικός χώρος. Μάλιστα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος προανήγγειλε ακόμα, ότι την Πέμπτη θα ψηφιστεί στη Βουλή η ρύθμιση για τις μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές στους ελεύθερους επαγγελματίες.

 

 

Και ενώ αυτή ήταν η πρόθεση της κυβέρνησης, ήρθε το κλείσιμο της συνεδρίασης στο Χρηματιστήριο χθες να δώσει «άσχημα μαντάτα». Ο γενικός δείκτης έχασε και το «ψυχολογικό όριο» των 600 μονάδων. Με άλλα λόγια, τις τελευταίες εβδομάδες, στο Χρηματιστήριο Αθηνών χάνεται κεφαλαιοποίηση εκατοντάδων εκατομμυρίων, με βασικά «θύματα» τις τράπεζες, οι οποίες βρίσκονται σε κλοιό πίεσης. Για να καταλάβει, δε, κανείς το μέγεθος των απωλειών, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες άξιζαν στις αρχές του έτους αθροιστικά πάνω από 8,5 δις ευρώ, ενώ σήμερα αξίζουν οριακά 4 δις.

 

Οι αιτίες της πτώσης

Το Χρηματιστήριο φαίνεται ότι έχει μπει σε ένα καθοδικό σπιράλ. Υπενθυμίζεται ότι, περίπου έναν μήνα πριν, υπήρξε αντίστοιχη κατάσταση, με την κυβέρνηση να συνεδριάζει άμεσα και να εντοπίζει «κερδοσκοπικές επιθέσεις», ειδικά στις τράπεζες.

 

Αυτή τη φορά, δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο, αλλά είναι μια σειρά παραγόντων: η «έξωση» ελληνικών τραπεζών από τον διεθνή δείκτη MSCI, το «βουνό» των κόκκινων δανείων που παραμένει χωρίς απάντηση, αλλά και εξωγενείς παράγοντες, όπως οι πιέσεις στην Ιταλία. Και, όλα αυτά, την ώρα που το ελληνικό δεκαετές ομόλογο στις διεθνείς χρηματαγορές διαμορφώνεται σε επιτόκια άνω του 4,5%, πράγμα που, συνοπτικά, σημαίνει ότι η χώρα δεν μπορεί να δανειστεί χρήματα με βιώσιμους όρους σε αυτή τη φάση.

 

Συνεπώς, είναι σαφές ότι, τρεις μήνες μετά την έξοδο από το Μνημόνιο, και παρά την προσπάθειά της κυβέρνησης να πείσει ότι τα πράγματα στην οικονομία αλλάζουν προς το καλύτερο, οι αρνητικοί οιωνοί παραμένουν.