Ένα από τα πιο σοκαριστικά εγκλήματα της ελληνικής ιστορίας αποτύπωσε στη μικρή οθόνη ο Σωτήρης Τσαφούλιας στην τηλεοπτική σειρά «17 κλωστές»
Η σειρά βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Πάνου Δημάκη, σε σενάριο της Μιρέλλας Παπαοικονόμου και της Κάτιας Κισσονέργη και αφηγείται την πραγματική ιστορία που διαδραματίστηκε στα Κύθηρα το 1909.
Ο λόγος για την δολοφονία 15 κατοίκων στο χωριό Καλοκαιρινές Κυθήρων από τον Αντώνη Αρώνη–Λαγωνάρη. Πρόκειται για τις πρώτες περιπτώσεις μαζικής δολοφονίας στην Ελλάδα.
Τσαγκάρης και μάστορας στο επάγγελμα ο δράστης ήταν από τους πιο αγαπητούς και φιλικούς κατοίκους των Κυθήρων. Ζούσε στα Γερακιτιάνικα των Αρωνιαδίκων και έφτιαχνε χειροποίητα στιβάνια. Εκτός από την καλή σχέση που είχε αναπτύξει με τους πελάτες και συγχωριανούς του, σε κάθε πανηγύρι και γιορτή ήταν από τους πρώτους προσκεκλημένους καθώς ήταν και οργανοπαίκτης.
Η αγάπη των συγχωριανών του για το πρόσωπο του σταμάτησε την ημέρα που μία πελάτισσά του, αρνήθηκε να τον πληρώσει. Εκείνος την επισκέφτηκε στο σπίτι της, ζητώντας τα λεφτά του και τελικά, μετά από τα πολλά, αυτή δέχτηκε να του δώσει όσα του χρωστούσε. Του προσέφερε μάλιστα και το παραδοσιακό κέρασμα ως ένδειξη συμφιλίωσης.
Τη στιγμή εκείνη όμως, ο σύζυγός της επέστρεψε και παρεξηγώντας την παρουσία του Λαγωνάρη στο σπίτι του, τον ξυλοκόπησε άγρια. Πολλοί λένε ότι το ζευγάρι είχε στήσει το σκηνικό, προκειμένου να γλιτώσει την πληρωμή. Αλλά αυτό είχε ως συνέπεια να αρχίσουν τα κουτσομπολιά, που έκαναν τους ανθρώπους να αποφεύγουν τον Αντώνη και τις υπηρεσίες του, γιατί όλοι θεωρούσαν πως θα αποπλανήσει τις γυναίκες τους.
Απογοητευμένος πλέον και μη μπορώντας πια να βιοποριστεί κατέληξε στην Αθήνα. Αρχικά έπιασε δουλειά σε ένα τσαγκαράδικο ενός συντοπίτη του, αλλά και εκεί κάποιοι συνάδελφοί του, επειδή φθονούσαν την τέχνη του, τού έστησαν μία ακόμα παγίδα. Έριξαν λοιπόν στον σάκο του μερικά εργαλεία του αφεντικού του και στη συνέχεια τον κατηγόρησαν για κλοπή.
Το αφεντικό του θέλησε να τον συγχωρέσει, όμως η γυναίκα του επέμενε για την ενοχή του και έτσι του έκαναν μήνυση, οπότε ο Λαγωνάρης κατέληξε για σύντομο διάστημα στις φυλακές. Όταν αποφυλακίστηκε βρήκε και πάλι δουλειά, αλλά για άγνωστο λόγο απολύθηκε και πάλι. Πλέον, η αδικία τον έπνιγε και η οργή τον είχε κατακλύσει. Το μόνο που ζητούσε πια ήταν εκδίκηση. Έτσι, πήρε την απόφαση να επιστρέψει στο νησί του, στα Κύθηρα.
Στις 23 Αυγούστου 1909 έφτασε στη γενέτειρά του και οπλισμένος με ένα μαχαίρι ξεκίνησε για τα Πιτσινιάνικα. Την ίδια μέρα ήταν προγραμματισμένη μία βάπτιση κοριτσιού, στην εκκλησία του χωριού, στον Άγιο Σπυρίδωνα. Ο επίδοξος δολοφόνος έφτασε στο καμπαναριό, έκρουσε τις καμπάνες και οι νησιώτες ξεκίνησαν για το μυστήριο.
Ο δράστης έστησε καρτέρι στο διπλανό δρομάκι και έμπηγε το μαχαίρι του σε όποιον περνούσε. Ορισμένοι από τους κατοίκους νόμιζαν πως πρόκειται για επιδρομή πειρατών, καθώς οι το νησί είχε δοκιμαστεί στο παρελθόν και οι διηγήσεις ήταν ζωντανές.
Ωστόσο, ο παπάς του χωριού που ήταν ο πρώτος ο οποίος αντιλήφθηκε πως δεν ήταν πειρατής, όπλισε το τουφέκι του, σημάδεψε και τον πυροβόλησε στην πλάτη. Ο δολοφόνος τραυματίστηκε και έτρεξε για να αποφύγει τη σύλληψη ενώ την ίδια ώρα οι κάτοικοι άρχισαν να μετράνε θύματα.
Από τις μαρτυρίες των κατοίκων προέκυψε ότι ο αριθμός των θυμάτων έφτασε τους 15, ανάμεσά τους και μία έγκυος γυναίκα με τα δύο της παιδιά.
Ο δράστης συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές του Ναυπλίου, όπου έγινε η δίκη του. Μέσα στη φυλακή, διέπραξε ακόμα μια δολοφονία και απέκτησε το παρατσούκλι ο «Καπετάν δεκαέξι». Το θύμα του ήταν από τη Μάνη, έτσι οι υπόλοιποι Μανιάτες συγκρατούμενοί του αποφάσισαν να πάρουν εκδίκηση για τον θάνατο του συμπατριώτη τους. Έτσι, συνεννοήθηκαν με τον κουρέα των φυλακών, να τον σφάξει με το ξυράφι του.