Καλεσμένος στην εκπομπή, Τετ α Τετ, βρέθηκε ο Χρήστος Μάστορας και αναφέρθηκε στην ταινία, Υπάρχω, τα σχόλια που άκουσε και το πώς μπήκε στον ρόλο του Στέλιου Καζαντζίδη.

«Μου ανακοινώνει την πρόταση ο μάνατζέρ μου τότε, ο Γιάννης, ότι έρχεται από την Tanweer η ιδέα να κάνω τον Στέλιο Καζαντζίδη. Πέφτω από τα σύννεφα που σχεδόν άμεσα στο μυαλό μου απέρριψα. Ήταν μια περίοδος στην πορεία μου που αισθανόμουν ότι χρειαζόμουν μια επανεκκίνηση. Ότι συμβαίνουν πράγματα που έχουν φέρει σε μια ευθεία γραμμή την πορεία μου. Και λέω τι καλύτερο από το να σε κράζει όλος ο κόσμος στον Καζαντζίδη.

Δεν γνώριζα όλο τον έργο του αλλά υπήρχε μια τεράστια εκτίμηση. Μελετώντας τον Καζαντζίδη έπαθα την πλάκα μου μουσικά και τραγουδιστικά. Προσπάθησα να αναμετρηθώ και έχασα πολλές φορές παρότι είμαι καλός μίμος. Με έκαναν να πτοηθώ πολλές φορές. Τελικά με πολλή δουλειά τα καταφέραμε και να έχουμε ένα καλό αποτέλεσμα από τεχνικής απόψεως.

Υπήρχε ο όρος να περάσω από κάστινγκ κι αυτό ήταν ένα μικρό μαξιλαράκι. Το σχέδιο ήταν να δει ο Τσεμπερόπουλος που με σμίλεψε σαν ηθοποιός αν αντέχω υπό πίεση, να με κοιτάζει η κάμερα και να μπαίνω σε έναν κόσμο πέρα για πέρα αληθινό. Ό,τι συμβαίνει να έχει μια αληθινή υπόσταση, μια αλήθεια. Κι αυτό το καταφέραμε με μελέτη και εκτός προβών. Να παίρνω τον ρόλο στο σπίτι και σε κάθε διάδραση που έχω με φίλο. Είμαι τελείως διαφορετικός άνθρωπος ως χαρακτήρα από τον Στέλιο της ταινίας. Έγινα ένας διαφορετικός τύπος που μου έλεγαν οι φίλοι μου ότι έχω “βαρύνει”.

Ήμουν μια από τις επιλογές. Βοήθησε πολύ η σχέση που έχω με το τραγούδι. Ένας ηθοποιός δεν θα μπορούσε να έχει τις ίδιες παραστάσεις που έχω εγώ με την επίδρασή μου στο κοινό, είμαι πιο κοντά με έναν ηθοποιό. Ίσως και τα χαρακτηριστικά παίζουν ρόλο θεωρώ. Είναι παράξενο ότι διάλεξαν έναν ποπ τραγουδιστή. Δεν αυτοπροσδιορίζομαι ως ποπ και το λαϊκό έχει μια θέση στην καρδιά μου. Και οι μιμήσεις έπαιξαν ρόλο! Έχω μια άνεση να συντονίζομαι με κάποιες φωνές. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου είναι η πιο επιτυχημένη νομίζω, τουλάχιστον είναι η αγαπημένη μου».

«”Αν σε άκουγε ο Στέλλακης, θα χαμογελούσε”»

«Οι γονείς μου δεν είναι άνθρωποι που ενθουσιάζονται πιο πολύ από ότι φοβούνται. Στην αρχή το ερωτηματικό διαγράφηκε στο πρόσωπό τους. Είμαι σίγουρος ότι φοβήθηκαν για τον αντίκτυπο που θα είχα. Μετά από πολλά χρόνια ένιωσα τον ίδιο ενθουσιασμό με το πρώτο μου τραγούδι.

Δεν άρχισα κουβέντα με τη Μαρινέλλα για τον Καζαντζίδη. Αισθανόμουν παράξενα να ρωτήσω έναν θρύλο για έναν άλλον θρύλο. Όταν έρχεσαι σε επαφή με ένα τόσο δυνατό πρόσωπο ως Μαρινέλλα επικεντρώνεσαι σε εκείνη και τι θα πάρεις από εκείνη. Κάπως απέφευγε να το συζητάμε και μετά μου είπε κάτι που δεν ξέρω αν μπορώ να το μοιραστώ. Μου είπε “Αν σε άκουγε ο Στελλάκης θα χαιρόταν, θα χαμογελούσε” και με συγκίνησε.

Δεν έχω προλάβει να μιλήσω μαζί με τη Βάσω Καζαντζίδη. Ξέρω ότι και εκείνη έχει καλά λόγια να πει. Ο Γιώργος Λιάνης είναι η πρώτη μου επαφή με τον Καζαντζίδη γιατί είχε κάνει ένα αφιέρωμα στο Παλλάς. Τότε δεν ήταν στο μυαλό μου η σύνδεση ότι μπορεί να γίνει και ένιωσα τεράστια τιμή και ευθύνη. Έπαθα και μια μικρή κρίση πανικού πριν βγω, ένα μικρό κοκομπλόκο. Και έλεγα στον Αντώνη Ρέμο “βγες πριν από εμένα, δεν το έχω. Θα εκτεθώ”. Μου έδωσε φόρα, τελικά βγήκα και τα είπα χάλια!».

«Είμαι εκπαιδευμένος στο κράξιμο»

«Με δυσκόλεψαν οι σκηνές της χαράς. Αυτό το “μάνα άκου το δίσκο μου”. Είμαι ένας άνθρωπος που αυτομαγιστώνεται και αυτοματαιώνεται πιο πολύ από εκείνον. Δεν μπορούσα να βρω την αλήθεια ότι “με θέλουν από παντού”. Ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε ότι τον ήθελαν από παντού.

Υπάρχει με τη μάνα του μια ισχυρή σχέση, ήταν ένα φίλτρο για όλες τις άλλες σχέσεις στη ζωή του. Πέρασαν και μια δύσκολη φάση που είδαν τον πατέρα του να τον σκοτώνουν μπροστά στα μάτια τους. Και μετά θεωρώ ότι δέθηκαν και δεν μπορούσε να σπάσει αυτός ο δεσμός, ήταν αναγκαίος.

Είμαι εκπαιδευμένος στο κράξιμο. Γιατί τόσα χρόνια υπήρχαν φωνές των ανθρώπων που δεν συμφωνούσαν με την πορεία μας και είναι θεμιτό και πολλές φορές σε πεισμώνει. Θα επηρεαστώ κάποιες φορές για δευτερόλεπτα αλλά δεν αφορά τη δουλειά που έχει γίνει. Έκανα τα πάντα, έδωσα την ψυχή μου. Πήρε δύο μήνες γυρισμάτων αλλά είχε μια μεγάλη προετοιμασία. Ματαιώθηκε η ταινία στην πρώτη της προσπάθεια και είχα έναν χρόνο να σκεφτώ και να τα ζυγίσω».

«Η νύχτα σε κλονίζει ως καλλιτέχνη»

«Η νύχτα είναι μια πραγματικότητα που την πάλευε μέσα του, δεν την άντεξε και την έκανε. Ο χώρος της νύχτας είναι μαγικός, μπορεί να σε παρασύρει σε παράξενα μονοπάτια. Είναι διαφορετική κατάσταση ενός μαγαζιού από μιας συναυλίας. Αυτός που θα σε ακούσει στο μαγαζί θέλει να κάνει το δικό του σόου.

Μπορεί να σε κάνει να αρχίζεις να αμφισβητείς τον εαυτό σου σαν καλλιτέχνη. Τι κάνω; Παλεύω για τα λουλούδια; Για την άμεση ντοπαμίνη; Και εγώ απολαμβάνω τη διασκέδαση τη νυχτερινή, γουστάρω να βγαίνω, δεν την κατακρίνω. Αλλά σαν καλλιτέχνη σε κλονίζει. 

Πολλά με έχουν ενοχλήσει στη νύχτα αλλά τα ξεπερνάω. Αλλά και εγώ δεν έχω αντιδράσει καλά. Μου είχε έρθει ένα πανέρι και δεν αντέδρασα καλά, έκανα τσαμπουκά».