Η Μαργαρίτα Ζορμπαλά βρέθηκε σήμερα καλεσμένη στο Στούντιο 4, αποκαλύπτοντας άγνωστες πτυχές της ζωής της με το κοινό.

Η αγαπημένη καλλιτέχνιδα, η οποία ζει πλέον στην Κύπρο, αναφέρθηκε στις σημαντικές στιγμές της πορείας της: από τα χρόνια που πέρασε στη Μόσχα, μέχρι την επιστροφή της στην Ελλάδα μετά τη Χούντα. Αποκάλυψε επίσης τη συγκινητική ιστορία του αδερφού της, που δεν είχε την ευκαιρία να γνωρίσει ποτέ.

«Ήρθαμε γιατί έπεσε η δικτατορία και μπορούσαμε να έρθουμε. Οι γονείς μου ήταν Αριστεροί, έφυγαν στον εμφύλιο και απαγορευόταν να γυρίσουν. Στην αρχή ήρθαν οι δικοί μου, αλλά δεν είχαν δώσει χαρτιά σ’ εμάς, οπότε εγώ και ο αδερφός μου μείναμε στη Μόσχα. Δεν υπήρχε καμία βοήθεια από την Ελλάδα, απλώς ο πατέρας μου είχε έναν φίλο, τον Μάνθο Κομπορόζο, και εκείνος μας βοήθησε. Πραγματικά του χρωστάμε» είπε αρχικά.

«Πήρε τη μάνα μου απ’ το χέρι και την πήγε σε κάποια μαγαζιά, μας βοήθησε να νοικιάσουμε διαμέρισμα, πήρε κάποια πράγματα του νοικοκυριού. Ήταν ο άνθρωπος που με συνόδεψε, όταν υπέγραψα ως ανήλικη το πρώτο συμβόλαιο με τη Minos. Ο μπαμπάς μου δεν είχε ιδέα από οικονομικά, ο Μάνθος ήταν επιχειρηματίας» δήλωσε.

Σε άλλο σημείο μίλησε για τη λαθραία είσοδό της στην Ελλάδα.

«Είχαμε περάσει λαθραία με ένα κρουαζιερόπλοιο, εγώ και ο μπαμπάς, όταν ήμουν 13 ετών. Δεν μας πήραν χαμπάρι, γιατί είχαμε ρώσικα διαβατήρια, αλλά μας άφησαν να κατεβούμε. Έτρεχαν οι συγγενείς από λιμάνι σε λιμάνι πίσω από το κρουαζιερόπλοιο και κλάματα, οδυρμοί. Τον πατέρα μου τον κατάλαβαν στον Πειραιά και από εκεί βγήκε διαταγή να μην περάσει στη χώρα με κανένα μέσο».

«Όταν έπεσε η δικτατορία και έρχονταν οι γονείς μου, χρησιμοποιούσαν το τρένο. Και τους κατέβασαν στα σύνορα με τη Βουλγαρία, γιατί υπήρχε ακόμα η παλιά διαταγή. Έτρεχαν οι συγγενείς από την Αθήνα για να τους επιτραπεί να έρθουν. Ήταν σκληρό να βλέπουμε την Ελλάδα από μακριά, ειδικά για τους γονείς μας. Εμείς πιο πολύ παίρναμε από εκείνους αυτή τη νοσταλγία, αλλά εκείνοι νοσταλγούσαν πολύ, ειδικά ο πατέρας μου, ο οποίος έφυγε σε μεγάλη ηλικία. Είχαν μεγάλη διαφορά».

«Οι γονείς μου γνωρίστηκαν στο αντάρτικο και φυγαδεύτηκαν μέσω Γιουγκοσλαβίας στην Τασκένδη»

«Η μητέρα μου βγήκε στο βουνό επειδή είχε μείνει μόνη στο χωριό. Η γιαγιά αποφάσισε να τη στείλει στους αντάρτες, δεν είχε πολιτική θέση. Ο μπαμπάς μου ήταν ιδεολόγος και ήξερε τι κάνει και γιατί. Γνωρίστηκαν γιατί ήταν στο ίδιο τμήμα με την αδερφή του μπαμπά μου. Η μαμά μου ήταν κατάξανθη με γαλανά μάτια, πολύ όμορφο κορίτσι, και τραγουδούσε υπέροχα. Επειδή της έλεγαν συνέχεια να τραγουδήσει στο αντάρτικο, ντρεπόταν. Η ιστορία της είναι στην ταινία “Ψυχή βαθιά” του Παντελή Βούλγαρη».

«Δεν έφυγαν μαζί, τους φυγάδεψαν. Όταν κέρδισε η άλλη πλευρά, φυγαδεύτηκαν 20.000 στρατός μέσω της Γιουγκοσλαβίας. Τους έκρυψαν σε αμπάρια πλοίων, μετά τους φόρτωσαν σε τρένα για ζώα και τους πήγαν στα βάθη της Ασίας, στην Τασκένδη. Αρχικά τους έκλεισαν σε στρατόπεδα, όπου ήταν αιχμάλωτοι Γερμανοί, για καραντίνα. Την πρώτη μέρα που τους άφησαν να βγουν, ο ντόπιος πληθυσμός νόμιζε ότι ήταν ακόμα αιχμάλωτοι. Όταν βρέθηκαν σε συνθήκες ειρήνης, σκέφτονταν ποιες θα παντρευτούν. Όλοι ήθελαν Ελληνίδας, αλλά ήταν ελάχιστες! Η μαμά μου είχε 100 προτάσεις γάμου την ημέρα. Ζαλίστηκε το κορίτσι και όταν της έκανε πρόταση ο μπαμπάς μου, είπε ότι θα τον πάρει, γιατί συμπαθούσε την αδερφή του. Και έμειναν για πάντα μαζί», συμπλήρωσε η Μαργαρίτα Ζορμπαλά.

«Γεννήθηκα γιατί είπαν στη μαμά μου “Κάνε επειγόντως παιδί, γιατί θα μαραζώσεις”, μετά τον θάνατο του αδερφού μου»

«Η μάνα μου λέει ότι ήμουν το “τυχερό παιδί”, γιατί είχα έναν μεγαλύτερο αδερφό ο οποίος πέθανε πριν γεννηθώ. Αρρώστησε, έπαθε μηνιγγίτιδα όταν ήμασταν στην Τασκένδη. Δεν τον γνώρισα, ήταν 3 ετών. Εγώ γεννήθηκα γιατί είπαν στη μαμά μου “Κάνε επειγόντως παιδί, γιατί θα μαραζώσεις”. Εκείνο το παιδάκι δεν είχε τύχη».

Στο τέλος μίλησε για τη νέα της ζωή στην Κύπρο.

Η Μαργαρίτα Ζορμπαλά αναφέρθηκε τέλος και στην απόφασή της να μετακομίσει μόνιμα στην Κύπρο. «Δεν ξέρω τι άλλαξε το ’91, δεν ήθελα να τραγουδάω. Έλεγα πάντα ότι δεν θέλω να αλλάξω τόπο και το έκανα. Μου έκανε καλό αυτή η αλλαγή όμως, ηρέμησα και κατάλαβα τι θέλω στην Τέχνη μου. Στην αρχή έλεγα ότι δεν θα ξανατραγουδήσω ποτέ, τέλος. Το να βγαίνω στη σκηνή για να παίρνω λεφτά στον αυτόματο πιλότο, σαν ρομπότ, δεν με γέμιζε».

«Είμαι ερωτική μετανάστρια. Θα μπορούσα να σταματήσω, ήταν η στιγμή. Γι’ αυτό προσανατολιζόμουν προς την υποκριτική. Το τραγούδι δεν με ικανοποιούσε. Δοκίμασα τον εαυτό μου στην ποπ, αλλά δεν κόλλησα. Έμεινα μετέωρη και τότε έτυχε η σχέση. Γενικά λέω ότι έχω άγγελο. Δεν θα δείτε ποτέ φωτογραφία του, είναι δική του ανάγκη, δεν θέλει να φαίνεται πουθενά», κατέληξε η Μαργαρίτα Ζορμπαλά.