Σαν σήμερα, επτά χρόνια πριν, το Μάτι μετατράπηκε σε πύρινη κόλαση. Ήταν 23 Ιουλίου 2018 όταν δεκάδες άνθρωποι εγκλωβίστηκαν από τις φλόγες και έχασαν τη ζωή τους, σε μια από τις πιο τραγικές μέρες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική, οι εικόνες χαραγμένες βαθιά στη μνήμη όσων επέζησαν, και οι απώλειες ανείπωτες. Ανάμεσα σε εκείνους που έζησαν τον τρόμο και κατάφεραν να επιβιώσουν, ήταν και η Ιωάννα Γατοπούλου.
Πολυεγκαυματίας πλέον, μίλησε στην εκπομπή της ΕΡΤ «Συνδέσεις» και ξετύλιξε τις μνήμες από εκείνο το απόγευμα του Ιουλίου – έναν εφιάλτη που δεν θα σβήσει ποτέ από τη μνήμη της.
«Εκείνη την ώρα υπήρχε πάρα πολύς καπνός, ο οποίος ερχόταν από πάνω, από την Πεντέλη. Ανέβηκα στην ταράτσα της πολυκατοικίας όπου μένω, στην οδό Ποσειδώνος, να δω μήπως υπάρχει από εκεί κάποια φωτιά. Δεν έβλεπα φωτιά, μόνο τον καπνό. Κάποια στιγμή μίλησα με τους γείτονες και τους είπα αν “έχουμε κάποιο πρόβλημα και αν πρέπει να φύγουμε”, αλλά μου είπαν “καπνός είναι, δεν είναι τίποτα”. Πολλές φορές, άλλωστε, έχουμε καπνό εκεί στο Μάτι όταν πιάνει φωτιά σε Γραμματικό ή Κάλαμο.
Εν τω μεταξύ, το ραδιόφωνο, που είχα ανοιχτό, δεν ανέφερε κάτι για φωτιά στο Μάτι, αλλά μόνο για την Κινέτα. Κάποια στιγμή κόπηκε το ρεύμα και λέω να φύγω, δεν χρειάζεται να μείνω εδώ, χωρίς να ξέρω ότι υπάρχει φωτιά. Καθώς άνοιξα την πόρτα που ήταν απέναντι το αυτοκίνητό μου κάτω από ένα πεύκο για σκιά, βλέπω το πεύκο να έχει πάρει φωτιά. Αλλάζω κατεύθυνση γιατί θα έπαιρνα το αυτοκίνητο για να φύγω, και κατευθείαν κατεβαίνω προς τη θάλασσα, που είναι πολύ κοντά.
Εκεί λοιπόν στην Ποσειδώνος τα αυτοκίνητα ήταν τέσσερις σειρές, ενώ είναι πολύ στενός δρόμος και δεν χωράνε πάνω από δύο αυτοκίνητα. Έπρεπε να κάνω πολλούς ελιγμούς για να μπορέσω να κατέβω στο μονοπάτι, το οποίο το ξέραμε μόνο οι ντόπιοι. Έφτασα στη θάλασσα και μπήκα στο νερό, όπως και οι υπόλοιποι της πολυκατοικίας», ανέφερε αρχικά.
«Κολυμπούσαμε τουλάχιστον τρεις ώρες και ο αέρας μάς πήγαινε προς τα μέσα, προς την Εύβοια. Αφού είδαμε να καίγονται όλα, γιατί το πράσινο κατέβαινε μέχρι κάτω, αποφασίσαμε να βγούμε έξω. Εκεί κατάλαβα – γιατί πριν, μέσα στο νερό, δεν το είχα καταλάβει – ότι έχω καεί», συνέχισε η Ιωάννα Γατοπούλου.
«Φεύγοντας από το σπίτι ένιωθα στην πλάτη μου, στα πόδια, στα χέρια που ήταν ακάλυπτα, κάτι σαν πετραδάκια από τον αέρα. Όταν βγήκαμε έξω από το νερό όμως, άρχισα να έχω αφόρητους πόνους και περιμέναμε να έρθει κάποιο μέσο να μας πάρει, εμάς τουλάχιστον, τους εγκαυματίες, για να μας πάει σε κάποιο κέντρο υγείας, νοσοκομείο».
Για το πώς διαχειρίστηκε το Λιμενικό την κατάσταση, η ίδια είπε: «Ειδοποίησαν κάποιοι το Λιμενικό στη Ραφήνα, το οποίο ήρθε μετά από τρία τέταρτα, δεν έκανε τίποτα. Έφυγε γιατί ακούστηκε ότι δεν μπορούσε να πλησιάσει, γιατί το Μάτι έχει πέτρες και βράχια. Δεν σκέφτηκαν να ρίξουν κάποια βάρκα ή όσοι μπορούν να κολυμπήσουν να έρθουν μέχρι εδώ; Και περιμέναμε εκεί άλλη μία ώρα και παραπάνω με τον αέρα, τους καπνούς… να μην μπορείς να δεις μπροστά σου. Κάποια στιγμή βρέθηκε ένα φουσκωτό με ιδιώτες, που πήραν εμένα και μια άλλη κυρία που ήμασταν εγκαυματίες και μας πήγαν στη Νέα Μάκρη στο ιατρικό κέντρο».
Κλείνοντας για την απόφαση του δικαστηρίου, η Ιωάννα Γατοπούλου ανέφερε: «Οι τέσσερις που μπήκαν στη φυλακή έπρεπε να μπουν. Όμως, οι υπόλοιποι και όχι μόνο τα έξι άτομα, αλλά και από το πρωτόδικο είχαν βγάλει άλλους δύο ενόχους, τους οποίους στη δεύτερη δίκη δεν τους έκριναν ενόχους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η ίδια τιμωρία, ας το πω ποινή, δόθηκε όπως ήταν στο πρωτόδικο, δηλαδή 10 ευρώ την ημέρα για τρία χρόνια. Εγώ το θεωρώ μάλλον κοροϊδία αυτό. Είναι δικαίωση εν μέρει, για τους τέσσερις που μπήκαν φυλακή».
Διαβάστε επίσης: Δίκη για το Μάτι: Κανένα ελαφρυντικό στους ενόχους για την τραγωδία