Μια εξομολόγηση ζωής, ωμή και αληθινή, έκανε ο Θανάσης Βισκαδουράκης στην εκπομπή «Καλύτερα Αργά».
Ο ηθοποιός άνοιξε την καρδιά του και μίλησε για τις δυσκολίες που έχει βιώσει, για τη ζωή του πριν το θέατρο, για το στρατό, το Survivor και το παρελθόν που πάντα κουβαλά.
«Το ένστικτο με πήγε. Αποδέχτηκα αυτό που ζω, είπα: “είσαι μπαΐρης, κατεστραμμένος, κοίτα δεξιά – αριστερά, είναι όλα νεκρά”. Είχα ένα παρελθόν κακό από φίλο μου που οδηγήθηκα στην καταστροφή και αυτό με απέτρεψε από το να πάω στην καταστροφή. Είπα: “κολυμπάς και σε κάποιο λιμάνι θα βγεις αν κολυμπήσεις – κι όταν έχεις ανοιχτές μηχανές, κάπου θα βγεις”. Περισσότερο πέτυχα σαν άνθρωπος στη ζωή, αλλά απέτυχα στη δουλειά μου. Δεν έκανα αυτά που ήθελα να κάνω, αλλά στη ζωή πιστεύω κέρδισα πολλά. Αυτό που είχα πάντα στο μυαλό μου ήταν να είμαι καλό παιδί».
Ο Θανάσης Βισκαδουράκης μίλησε και για τη συμμετοχή του στο Survivor, αλλά και για όσα τον γύρισαν πίσω:
«Στο Survivor ξαναθυμήθηκα το παρελθόν μου. Μου λέγανε “κοιμάσαι από το πρώτο βράδυ στο ξύλο”. Δεν μου ήταν καθόλου δύσκολο. Το μόνο άγχος μου ήταν να μην κρυώνω από τη βροχή και να μην πεινάω πολύ. Περνάς από ψυχολόγους, ψυχιάτρους».
Συγκινητική ήταν και η αφήγησή του για τη γνωριμία με τον αδελφό του και τη ζωή στους δρόμους.
«Η ζωή δεν θέλει μόνο γραμματικές γνώσεις. Χαίρομαι που μεγάλωσα από το πανεπιστήμιο του δρόμου. Ήρθε και μου συστήθηκε ο αδερφός μου, ομιλών. Με πήρε από τους κωφούς, με πήρε στην Κέρκυρα. Σκουπίζω, σφουγγαρίζω, δουλεύω στα μπαρ. Περιμένω να μου πει να φάω ένα σουβλάκι. Και κάποια στιγμή, εμπλέκω σε μια παρέα με τα μηχανάκια και αρχίσαν κι έκαναν διαρρήξεις. Το έμαθε ο αδερφός μου και με βουτάει: “Έλα εδώ κ@λόπαιδο”. Και με έβαλε στον στρατό. Κάθισα δύο χρόνια εκεί. Έναν χρόνο στη Σάμο και έναν στην Έδεσσα».
Με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, συνέχισε: «Γρήγορα αντιλαμβάνομαι… Έγινα καψιμιτζής και έκανα λαθρεμπόριο: κρουασάν, Coca-Cola. Και μάζεψα ένα ποσό. Οι φορτηγατζήδες με αγαπάνε. Ο διοικητής μου με έλεγε “κιτρινιάρη” στο στρατό επειδή είπα ότι είμαι Ολυμπιακός. Με έβαζαν όλη μέρα σκοπιά, γερμανικό. Πήγαινα, σπουδίαζα, αλλά εγώ ήμουν μαθημένος. Δεν είχα να περιμένω ποιος να με λυτρώσει; Περίμενα Κυριακή πρωί να πάω εκκλησία να κοινωνήσω ή να φάω κόλλυβα ή να κλέψω κάνα κονιάκ από το ιερό και να πάω στη Σκοπιά να πίνω, γιατί δεν είχα λεφτά εγώ».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ