Τη Μαριάννα Κουράκου, μία από τις πιο διακριτικές και σπάνια εμφανιζόμενες παρουσίες του ελληνικού κινηματογράφου, υποδέχθηκαν στο «Στούντιο 4» της Τρίτης (28/10) ο Θανάσης Αναγνωστόπουλος και η Νάνσυ Ζαμπέτογλου.
Η σπουδαία ηθοποιός μίλησε με ειλικρίνεια για τη μακρόχρονη πορεία της στην υποκριτική, την προσωπική της ζωή, αλλά και για τα χρόνια της μεγάλης δόξας του ελληνικού σινεμά.
«Τόσα χρόνια δεν έχω βγει ποτέ να δώσω πουθενά συνέντευξη, εκτός από το “Καλλιτεχνικό Καφενείο” και την Άννα Πρετεντέρη. Έχουν περάσει 40 χρόνια. Το έκανα μόνο για την Άννα τότε και τώρα για εσάς, γιατί η εκπομπή σας είναι από αυτές που επιτέλους μας δίνουν χαρά, ευχαριστιόμαστε που τη βλέπουμε. Δεν είμαι της τηλεόρασης», είπε χαρακτηριστικά, εξηγώντας γιατί αποφάσισε να μιλήσει μετά από τόσα χρόνια σιωπής.
Η Μαριάννα Κουράκου θυμήθηκε πώς ξεκίνησαν όλα, σχεδόν τυχαία, όταν ήταν ακόμη παιδί. «Ξεκίνησαν όλα τυχαία. Ασχολήθηκα από μικρή με το μπαλέτο, δεν είχα κάτι άλλο στο μυαλό μου. Με πήραν γιατί ήμουν άρρωστη, είχα αδενοπάθεια. Ο αδελφός της νονάς μου γύριζε κάτι ταινίες, ο Μελετόπουλος, και είπε: ξέρω ένα κοριτσάκι που χορεύει πολύ ωραία, να τη φέρουμε να παίξει στον Οιδίποδα Τύραννο την ιέρεια. Τελικά, πήραν τη Ντόρα Τσάτσου. Όμως με ζήτησαν ξανά, ήμουν 16-17 και για ένα γύρισμα πήρα 3.500 χιλιάδες τότε, που ο μέσος μισθός ήταν 1.500-1.700. Αυτή η ταινία δεν βγήκε ποτέ, καταστράφηκε».
Αν και δεν είχε ποτέ στο μυαλό της την υποκριτική, οι συγκυρίες την οδήγησαν στο σανίδι. «Οι γονείς μου επέμεναν να σπουδάσω, εμένα ούτε που μου περνούσε από το μυαλό η υποκριτική και όλα αυτά, ήθελα να κάνω παιδιά και οικογένεια. Στη γειτονιά μου έμενε η οικογένεια Μυράτ. Με σταμάτησε μια μέρα η Φωτεινή Λούη και μου λέει “είσαι κούκλα, θα σε κάνουμε ηθοποιό”. Εγώ είχα αντιρρήσεις αλλά με πήγε στον Μυράτ, με έβαλε να διαβάσω ένα κείμενο και εντυπωσιάστηκε από τη φωνή μου. Μπήκα και στο Εθνικό Θέατρο, έπαιξα και σε μία γαλλική ταινία και έτσι ξεκίνησα».
Με την αφοπλιστική της ειλικρίνεια, η ηθοποιός παραδέχτηκε ότι ποτέ δεν την εντυπωσίαζαν τα μεγάλα ονόματα με τα οποία συνεργάστηκε. «Δεν μου έκανε καμία εντύπωση όταν μου έλεγαν ότι θα παίξω με τον Κακκαβά ή τον Μπάρκουλη, εγώ έκανα τη δουλειά μου. Δεν αγχώθηκα ποτέ. Ο Άλκης Γιανακάς ήταν ένα παιδί πολύ χαμηλών τόνων, δεν ήθελε να προβάλλεται παρότι ήταν κούκλος, για μένα ο πιο όμορφος από όλους. Δεν ήξερα πόσο όμορφη ήμουν, δεν ασχολιόμουν ούτε με τα παρασκηνιακά».
Μίλησε επίσης για τον ανταγωνισμό της εποχής και τις φήμες που την ακολουθούσαν. «Δεν θέλαμε τότε να παίζουμε σε ταινίες, τις σνομπάραμε. Δεν είναι όπως τώρα που λένε για τον ελληνικό κινηματογράφο. Υπήρχε πολύς ανταγωνισμός αλλά δεν με ενδιέφερε, εγώ έκανα τη δουλειά μου. Δεν άκουγα τίποτα, αν και έλεγαν διάφορα. Το χειρότερο που έχω ακούσει ήταν -ντρέπομαι να το πω- ότι ήμουν λεσβία, επειδή δεν εμφάνιζα κάποια σχέση μου. Μετά έλεγαν “να πούμε ότι σε έκλεψε ο τάδε πρίγκιπας”, για να γίνω εξώφυλλο».
Η στιγμή που τη σημάδεψε επαγγελματικά ήταν όταν η Άννα Συνοδινού τη βαθμολόγησε άδικα, όπως λέει, στο Εθνικό Θέατρο. «Τελειώνοντας το Εθνικό, με είχαν επιλέξει ο Μινωτής για να παίξω στο Ηρώδειο τη “Θυσία του Αβραάμ”. Η Συνοδινού με βαθμολόγησε με 0 στα 10 και, όταν τη ρώτησαν γιατί, απάντησε: ας της βάλουμε 5. Αυτό μου άλλαξε όλη μου τη ζωή και όλη μου την πορεία. Ένας λόγος που δεν συνέχισα ήταν αυτός. Εγώ τη θαύμαζα τόσο πολύ… αλλά τελικά την εκδικήθηκα. Ήταν κακία αυτό που μου έκανε, το μηδέν δεν ήταν κριτική, ήταν κριτική κακίας, ενώ είχα πάρει από όλους άριστα. Μια επιτροπή με Κυβέλη, Καραντινό, μεγάλους. Τη συγχώρησα όμως, γιατί της το είπα ευθέως».
Τέλος, αποκάλυψε πως δεν είχε ποτέ στενές φιλίες από τον χώρο, παρά μόνο με ελάχιστους συναδέλφους. «Με όλους τους συμπρωταγωνιστές μου τα πήγαινα εξαιρετικά εκτός από έναν. Δεν θα πω με ποιον, γιατί είναι καλά ακόμα. Δεν μου άρεσε ο χαρακτήρας του. Έλεγα ότι δεν ήθελα να βρίσκομαι στο στούντιο μαζί του, τόσο πολύ με είχε ενοχλήσει. Δεν έκανα γενικά παρέες από τον χώρο, ούτε κράτησα επαφές εκτός από τον Κώστα Καρρά, τον Γιώργο Μαρίνο πολύ λίγο».
Διαβάστε επίσης: Άρης Μουγκοπέτρος: Ξέσπασε μέσα από το ΚΑΤ – «Άσε τα ταγάρια να στέλνουν μηνύσεις και εξώδικα…»