Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 όταν ένα από τα πλέον ειδεχθή οικογενειακά εγκλήματα που απασχόλησαν ποτέ την αμερικανική συντηρητική κοινωνία συγκλόνιζε την κοινή γνώμη της χώρας.
Η υπόθεση είχε όλα εκείνα τα στοιχεία που θα ζήλευε και μια επιτυχημένη σαπουνόπερα. Οικογενειακό δράμα, άρωμα Χόλιγουντ, δραματικές μαρτυρίες και αμέτρητες ώρες live τηλεοπτικής κάλυψης προκάλεσαν ένα ισχυρό μείγμα περιέργειας για το τι πραγματικά οδήγησε στην τραγική κατάληξη της οικογένειας Μενέντεζ.
Ο 45χρονος Χοσέ Μενέντεζ και η 47χρονη Μαίρη Λουίζ –Κίτι– Μενέντεζ μαζί με τους δύο γιους τους, τον 21χρονο Λάιλ και τον 18χρονο Έρικ, φαινομενικά ενσάρκωναν την απόλυτη εικόνα του αμερικανικού ονείρου, τουλάχιστον
για τα δεδομένα εκείνης της δεκαετίας. Το βράδυ της Κυριακής 20 Αυγούστου 1989, πίσω από την κλειστή πόρτα της πολυτελούς κατοικίας τους στο Μπέβερλι Χίλς, το όνειρο έγινε εφιάλτης. Oι δύο γιοι δολοφόνησαν άγρια τους γονείς τους πυροβολώντας τους με κυνηγετικές καραμπίνες στο σαλόνι της έπαυλής τους. Έπειτα από επτά χρόνια και δύο δίκες, τα αδέλφια κρίθηκαν ένοχα. Και μπορεί να γλίτωσαν τη θανατική ποινή, αλλά όχι τα ισόβια δεσμά, και μάλιστα χωρίς δυνατότητα αποφυλάκισης. Πώς έφτασαν όμως στο διπλό έγκλημα; Το κίνητρό τους έκρυβε μια σοκαριστική αποκάλυψη.
Tριανταπέντε χρόνια μετά, η συνταρακτική υπόθεση των αδελφών Μενέντεζ αναβιώνει τηλεοπτικά από τους δημιουργούς Ράιαν Μέρφι και Ίαν Μπρέναν στη νέα σειρά του Netflix, Τέρατα: Η ιστορία των Λάιλ και Έρικ Μενέντεζ, που έκανε πρεμιέρα στις 19 Σεπτεμβρίου, καθηλώνοντας 12,3 εκατομμύρια τηλεθεατές μέσα σε μία μόλις εβδομάδα στην Αμερική, ενώ και στη χώρα μας κατέκτησε αμέσως την πρώτη θέση στις σειρές της πλατφόρμας. Στο παρελθόν είχαν προηγηθεί αρκετά ντοκιμαντέρ και μια μίνι σειρά το 2017 για την ίδια υπόθεση.
Η τέλεια οικογένεια
Ο Χοσέ Μενέντεζ, γεννημένος στην Κούβα από ευκατάστατη οικογένεια, μετανάστευσε στα 16 του στις ΗΠΑ, μετά την επανάσταση στη χώρα του τη δεκαετία του ’50. Με την επικράτηση τότε του Φιντέλ Κάστρο, οι γονείς του τον έστειλαν στην Αμερική. Τα πρώτα χρόνια φιλοξενήθηκε στη σοφίτα του σπιτιού ενός ξάδελφού του στην πόλη Χέιζελτον της Πενσιλβάνια. Από μικρός είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση και ως διακεκριμένος αθλητής της κολύμβησης στο Γυμνάσιο κέρδισε αθλητική υποτροφία για το Πανεπιστήμιο του Ιλινόι. Εκεί γνώρισε την κατά δύο χρόνια μεγαλύτερή του Μαίρη Λουίζ Άντερσεν, η οποία είχε το χαϊδευτικό όνομα Κίτι. Γεννημένη στο χωριό Όακ Λον του Ιλινόι, σπάνια αναφερόταν στο παρελθόν της. Ερωτεύτηκαν δυνατά και αποφάσισαν να παντρευτούν σχετικά γρήγορα, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών του. «Αν είμαι αρκετά μεγάλος ώστε να ζω μόνος μου από τα 16, είμαι αρκετά μεγάλος για να παντρευτώ στα 19 μου» είχε γράψει τότε στο γράμμα που τους έστειλε. Μετά τον γάμο τους, το 1963, μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη. Ο Χοσέ πήρε μεταγραφή στο κολέγιο Queens, όπου μέχρι να πάρει το πτυχίο του στη Λογιστική έπλενε πιάτα στο 21 Club. «Φιλόδοξο και αγωνιστή» τον είχε περιγράψει ένας από τους καθηγητές του, και αυτά τα χαρακτηριστικά διατήρησε και αργότερα μπαίνοντας στον επιχειρηματικό κόσμο.
Η πρώτη του δουλειά ήταν στη λογιστική εταιρεία Coopers & Lybrand. Mέχρι την ηλικία των 35 χρόνων είχε ήδη μεταπηδήσει στην εταιρεία Hertz, αναλαμβάνοντας το δισκογραφικό τμήμα της. Η ανέλιξή του ήταν ταχύτατη και ο μισθός του ανερχόταν τότε στο ποσό των 500 χιλιάδων δολαρίων ετησίως. Είχε αναλάβει να ενισχύσει τη γραμμή της εταιρείας σχετικά με τη λάτιν μουσική και συνέβαλε στο να υπογράψουν συμβόλαια δημοφιλή γκρουπ της εποχής, όπως οι Duran Duran και οι Eurythmics. Λίγα χρόνια πριν από την τραγική νύχτα της 20ής Αυγούστου μετακόμισαν οικογενειακώς από το Νιου Τζέρσι στο Λος Άντζελες, ώστε εκείνος να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά στην κινηματογραφική βιομηχανία. Ο Λάιλ και ο Έρικ έχουν ήδη μεγαλώσει και εξελιχθεί σε εξαιρετικούς αθλητές του τένις. Κατά μια έννοια, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να είναι επιτυχημένοι, μια και ο σκληρός πατέρας τους αυτό απαιτούσε από εκείνους. Ωστόσο, ήταν τόσο καταπιεστικός, που αυτό έφερε αντίθετα αποτελέσματα, ειδικά στον μικρότερο Έρικ, ο οποίος είχε χαμηλή αυτοπεποίθηση και ένιωθε πως ό,τι πετύχαινε δεν ήταν ποτέ αρκετό για τον πατέρα του. Σύμφωνα με το biography.com, το 1988, έφηβος τότε, ο Έρικ έκανε την επανάστασή του πραγματοποιώντας διαρρήξεις. Δεν φυλακίστηκε αλλά με δικαστική εντολή ξεκίνησε συνεδρίες με τον ψυχολόγο Τζερόμ Οζιέλ. Tην ίδια εποχή ο Λάιλ σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον, αλλά αποβλήθηκε για έναν χρόνο, κατηγορούμενος για λογοκλοπή.
Μαφιόζικη δολοφονία
Σχεδόν 12 πυροβολισμούς συνολικά δέχτηκαν από τους γιους τους ο Χοσέ και η Κίτι, και τα χτυπήματα ήταν τόσο βάρβαρα –είχαν πυροβοληθεί και στο κεφάλι– που σχεδόν δεν αναγνωρίζονταν. Αυτός ήταν και ο λόγος που οι αστυνομικές αρχές υπέθεσαν αρχικά ότι επρόκειτο για μαφιόζικο χτύπημα, αφήγημα που είχαν υιοθετήσει και οι ίδιοι οι δολοφόνοι. Την επόμενη μέρα τα δύο αδέλφια θα έλεγαν στις αστυνομικές καταθέσεις τους ότι την ώρα του φόνου είχαν πάει σινεμά, αλλά επέστρεψαν κάποια στιγμή στο σπίτι για να πάρει ο Έρικ την πλαστή ταυτότητά του. Τότε ανακάλυψαν τα πτώματα των γονιών τους και ειδοποίησαν την αστυνομία. Στους μήνες που ακολούθησαν ο Λάιλ και ο Έρικ δεν συμπεριφέρονταν σαν δύο παιδιά που μόλις είχαν δολοφονηθεί οι γονείς τους. Απεναντίας, φέρονταν σαν να είχαν μόλις κερδίσει ένα μεγάλο χρηματικό έπαθλο. Η συνολική περιουσία του Χοσέ υπολογιζόταν στα 14 εκατομμύρια δολάρια, και μέσα σε έξι μήνες από τη δολοφονία του τα δύο αδέλφια σπατάλησαν 700.000 δολάρια αγοράζοντας μεταξύ άλλων πανάκριβα ρούχα, τέσσερα Rolex, μια Porsche cabrio και κάνοντας πολυτελείς διακοπές.
Διαβάστε περισσότερα στο περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφορεί κάθε Τετάρτη στα περίπτερα