Στο Πόρτο Λεόνε, η Μαρία Καβουκίδου ενσαρκώνει την Ξένη, μια γυναίκα πληγωμένη, παθιασμένη, γεμάτη μαράζι και απωθημένα.
Μια ηρωίδα που παλεύει να βρει αγάπη εκεί όπου όλα μοιάζουν χαμένα — μέσα στον σκοτεινό κόσμο της Τρούμπας.
Μιλώντας στον Τηλεθεατή, η Μαρία Καβουκίδου ξετύλιξετο ψυχογράφημα της Ξένης και αποκάλυψε τις εσωτερικές μάχες, τα κρυμμένα τραύματα και τις συγκρούσεις που καθορίζουν τον ρόλο της.
– Πείτε μας μερικά πράγματα για τον χαρακτήρα που υποδύεστε…
«Νομίζω πως το όνομα Ξένη δεν δόθηκε τυχαία σε αυτή την ηρωίδα. Μεγαλωμένη σε μια σχετικά «κλειστή» κοινωνία, όπου ο λόγος της γενιάς είχε βαρύνουσα σημασία, οργάνωσε και τοποθέτησε τη ζωή στα μέτρα και τις αξίες της. Δεν προβάλλει ποτέ τι «θέλει» προς τα έξω, αλλά το «πρέπει».
Παρ’ όλα αυτά, τον τόπο της τον λατρεύει. Η Σύρος είναι η πηγή της ζωής της. Ολιγαρκής, οξύθυμη, ευκολόπιστη πολλές φορές, παρορμητική, μαθημένη να φροντίζει τον πατέρα και τον άντρα της είναι η Ξένη, όμως, κάπου βαθιά μέσα της υπάρχει τεράστια ανάγκη της τρυφερότητας και της αγάπης.
Πιστεύω πως δεν αγαπήθηκε πολύ. Ούτε ως κόρη, ούτε ως αδελφή, ούτε ως σύζυγος και γυναίκα. Πάντα κάτι ήταν μισό ή λίγο… ξένο».
– Πώς θα δούμε να «εμπλέκεται» στο Πόρτο Λεόνε;
«Η ζωή της νύχτας και η Τρούμπα αποτελούσαν για την Ξένη ακούσματα, διάσπαρτες… …πληροφορίες που ποτέ δεν την απασχόλησαν. Άλλωστε, ήταν μακριά απ’ όλα αυτά.
Γεννιέται όμως κάποια στιγμή που, απότομα και βίαια, πρέπει να βουτήξεις σε αχαρτογράφητα νερά, να κολυμπήσεις και να πέσεις σε ξέρες, χωρίς το φόβο του πνιγμού, γιατί αυτό που σε κρατάει ζωντανό είναι να σώσεις ό,τι πολυτιμότερο έχεις κι αγαπάς. Κάπως έτσι θα «συναντηθεί» με το Πόρτο Λεόνε.
– Πώς είναι οι σχέσεις με την αδελφή της, τη Γαλήνη; Ήρεμες, ανταγωνιστικές ή ουδέτερες και αδιάφορες;
«Οι δύο αδελφές, η Γαλήνη και η Ξένη, ζουν μακριά η μία από την άλλη. Η πρώτη ζει στον Πειραιά και η δεύτερη –εγώ δηλαδή– στη Σύρο όπως είπαμε. Και η απόσταση δεν βοηθάει τις σχέσεις. Δεν βοηθάει ούτε αυτές τις δύο, ώστε να μπορούν να μοιράζονται τις αγωνίες τους, τους φόβους, τις χαρές, τα πιο απλά τους καθημερινά μυστικά τους, ακόμα και τις αλλαγές που συμβαίνουν καθώς μεγαλώνουμε. Ήρεμες θα τις χαρακτήριζα, τόσο πολύ όμως που πλησιάζουν επικίνδυνα την αδιαφορία».
– Επομένως, μαθαίνει η Ξένη για τη σχέση της παντρεμένης με εφοπλιστή αδελφής της στον Πειραιά με τον αστυνόμο Σπύρο Γιάμαρη (σ.σ. τον υποδύεται ο Βασίλης Μπισμπίκης); Και αν ναι, πώς αντιδρά;
«Όχι, ποτέ δεν έμαθε από την ίδια για την παράλληλη σχέση της ή για οποιαδήποτε άλλη «παρασπονδία» –όπως θα την έλεγε εκείνη– ούτε απ’ αλλού και χωρίς συγκεκριμένες λεπτομέρειες, απλώς διαισθάνεται πως κάτι δεν πάει καλά και το υποψιάζεται. Γιατί η Ξένη δεν διαπραγματεύεται την εντιμότητα της αδελφής της».
– Η Ξένη, λοιπόν, είναι συντηρητικός τύπος ανθρώπου;
«Ξέρετε, δεν έχω καλές σχέσεις με τις ταμπέλες στους ανθρώπους. Ίσως πολλές φορές αναγκαζόμαστε να υιοθετήσουμε για να ζήσει μία πιο «ομαλή» και αποκαθιστά κοινωνικά χαρακτήρα. Πίσω όμως από τη βιτρίνα, ζουν μεγάλες μοναξιές και φόβοι, ίσως, φίλοι, η κοινωνία, στοιχεία που μας διαμορφώνουν. Ο συντηρητισμός στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’60 ήταν υπαρκτός – όπως είναι και σήμερα. Απλώς σήμερα είναι πιο όμορφα… στολισμένος, “κεκαλυμμένος”. Συντηρητικός λοιπόν, ναι. Άλλωστε, λίγοι ήταν αυτοί που κατάφεραν να ξεφύγουν από τα πρότυπα και να σπάσουν τα καλούπια».
– Ο γάμος της με τον Λάζαρο Φραγκογιαννό είναι χαρούμενος και επιτυχημένος ή συμβατικός;
«Μόνο χαρούμενος και επιτυχημένος δεν θα τον έλεγα αυτό το γάμο. Προξενιό δεν ήταν. Τον αγάπησε η Ξένη, τον ερωτεύτηκε. Εκείνος όμως αφού ο δικός του έρωτας είχε με άλλον παντρευτεί, έπρεπε να βρει νύφη για τη γνωστή κατάσταση ονόματος και οικογένειας. Ο συμβιβασμός ήταν αμοιβαίος.
– Έχει ένα μαράζι, την απόκτηση παιδιού. Πώς το αντιμετωπίζει; Τι αντίκτυπο έχει στον ψυχισμό της;
«Μαράζι… Ηχεί περίεργα αυτή η λέξη, σαν κάτι γλυκό. Κι όμως, αντίθεση τεράστια με την έννοιά της. Ένα παιδί! Για την Ξένη η μεγαλύτερη θλίψη, μελαγχολία και καημός. Η λαχτάρα της για ένα παιδί πηγάζει –έτσι τουλάχιστον προσπάθησα να την προσεγγίσω– όχι από το ξύπνημα του μητρικού ενστίκτου, αλλά από την ανάγκη της για αγάπη. Να δώσει και να πάρει. Να πάρει τρυφερότητα, να δώσει αγκαλιές, φιλιά, χαρά. Ό,τι έχει στερηθεί, ό,τι έχει πνίξει από τα συναισθήματά της, να τα χαρίσει απλόχερα σ’ αυτό το παιδί. Μια ευτυχία αναζητά. Οι στερήσεις ελλοχεύουν κινδύνους για τον ψυχισμό της.
Λειτουργεί εγωκεντρικά, ακραία, φλερτάροντας με την τρέλα… Γιατί απλά δεν αντέχει άλλο να νιώθει… ξένη».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Μαριάννα Πολυχρονίδη – Πόρτο Λεόνε: «Η Ρίτα είναι ερωμένη του Ηλία Καπετανάκου και…»