Προσιτός, ευγενής, με την ιδιότητα του συνομιλητή που μπορείς να συζητήσεις μαζί του τα πάντα και που δίνει απρόσμενο βάθος στη συζήτηση, ο Ορφέας Αυγουστίδης είναι ο ιδανικός άνθρωπος για μία συνέντευξη που σίγουρα δεν είναι ποτέ βαρετή και που, φεύγοντας από αυτήν, σε αφήνει με παραγωγικό στοχασμό.
Τον συναντήσαμε στην avant premiere της νέας σειράς του Star, Τα Φαντάσματα, στην οποία πρωταγωνιστεί στο πλευρό μίας εξαιρετικής πλειάδας ηθοποιών, και ξεκινήσαμε μεν να μιλάμε για τον ρόλο του, αλλά η συζήτηση δεν άργησε να πάρει πιο βαθιές διαστάσεις.
Κάπως έτσι, βρεθήκαμε να αναλύουμε τα στενά όρια της ελευθερίας στη σύγχρονη τηλεόραση, την έλλειψη ρίσκου, την πολιτική ορθότητα, αλλά και το πώς ο ίδιος αντιλαμβάνεται τη σχέση μέσου και θεατή σήμερα.
Μην τα χάσετε! Τα Φαντάσματα κάνουν πρεμιέρα απόψε 28/9 στο Star στις 21:00!

Ο Χάρης από τα Φαντάσματα, λοιπόν. Πώς ήρθε η πρόταση;
Χωρίς κανένα ιδιαίτερο τρόπο, όπως συνήθως. Χτυπά το τηλέφωνο, ρωτάνε τη διαθεσιμότητά σου, ξεκινάς μία κουβέντα και όσο περνάει ο καιρός, βλέποντας τα δεδομένα, τα δεδομένα για την παραγωγή, τον τρόπο και τους ανθρώπους που θα απαρτήσουν το συνεργείο γίνεται μία συμφωνία και μετά έρχονται γυρίσματα.
Τα Φαντάσματα: Η κριτική μας στην πιο… στοιχειωμένη πρεμιέρα της σεζόν!
Πες μας λίγα λόγια για τον ρόλο σου.
Ο Χάρης είναι ένας πολύ ιδιαίτερος τύπος, ο οποίος ζει στο δικό του κόσμο. Το πολύ ωραίο σε σχέση με τον Χάρη είναι ότι και η Μαρίνα βρίσκεται κάπου πάνω από το έδαφος, αλλά με έναν άλλο τρόπο. Αυτοί οι δύο, από την πρώτη στιγμή που το διάβασα και άρχισα να φαντάζομαι πώς θα μπορούσε να είναι, με γοήτευσαν πολύ.
Η ιδιαιτερότητα προκύπτει στην πορεία της σειράς, όταν βλέπουμε ότι η Μαρίνα χτυπάει το κεφάλι της και βλέπει τα φαντάσματα, ενώ με τον Χάρη δεν συμβαίνει αυτό. Μαθαίνει για τα φαντάσματα από τη Μαρίνα, διαπραγματεύεται την ύπαρξή τους μέσα του, το αποδέχεται και στην πορεία είναι ένας Χάρης, ο οποίος προσπαθεί να επικοινωνήσει με φανταάσματα που δεν βλέπει, που νομίζει ότι είναι εκεί και δεν είναι εκει και που νομίζει ότι είναι μόνος του και είναι περιτριγυρισμένος από δέκα άτομα που τον σχολιάζουν, τον κρίνουν και τον κοροϊδεύουν. Και αυτό από μόνο του στα γυρίσματα ήταν απολαυστικό, γιατί εγώ με αυτούς τους αγαπητούς συναδέλφους, έπαιζα κάθε μέρα, όλη μέρα και έπρεπε να κάνω ότι δεν τους ακούω και δεν τους βλέπω ποτέ.
Φαντάζομαι ότι το γέλιο ήταν άφθονο και όταν έκλειναν οι κάμερες…
Πολύ, γιατί όλο αυτό είναι απολαυστικό. Γιατί είναι ο μόνος που βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση!
Η σειρά βασίζεται στο βρετανικό Ghosts. Σε ποια σημεία νιώθεις ότι αποκτά τη δική του ταυτότητα και διαφοροποιείται ουσιαστικά από την εκδοχή του BBC;
Διαφέρει πολύ με την καλή έννοια κατά την άποψή μου. Έγινε μια πολύ ωραία προσπάθεια παραγωγής, να μην το κάνουμε στο περίπου. Σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό, αισθητικά κατά τη δική μο άποψη είναι πολύ πιο πλούσιο και χορταστικό από το ξένο, θα το δείτε κι εσείς, δεν φανφαρολογώ. Και ταυτόχρονα η καταπληκτική προσαρμογή που έκανε ο Λευτέρης Παπαπέτρου στην ελληνική ιστορία και στον εντοπισμό των χαρακτήρων. Τα φαντάσματα είναι από εδώ, από την Ελλάδα, καταλαβαίνουμε από πού προέρχεται ο καθένας. Και αυτό έχει πάρα πολλή πλάκα και πολύ ενδιαφέρον.

Τα τελευταία χρόνια το ελληνικό κοινό σε συνήθισε σε πιο δραματικά μονοπάτια. Ήταν εύκολη η μετάβαση στην κωμωδία;
Δεν έχω κάνει μετάβαση. Είναι η κομμάτι της δουλειάς μου, να μπορείς να κινείσαι ελεύθερα σε όλα τα είδη. Φυσικά, σε κάποια είσαι λιγότερο καλός, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορείς να γίνεις καλύτερος, σε κάποια είσαι περισσότερο καλό. Εγώ ίσα – ίσα θα έλεγα ότι η τριετία του «Σασμού» ήταν με έναν τρόπο – σε σχέση με την τηλεοπτική μου παρουσία τουλάχιστον – μία εξαίρεση. Ο Σασμός κυρίως ήταν μια βαθιά δραματική σειρά, αλλά δεν είναι αυτή η αλήθεια μου σε σχέση με τις συμμετοχές μου σε τηλεοπτικές σειρές και σινεμά.
Η δραματουργία δείχνει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην τηλεόραση. Πώς το ερμηνεύεις;
Καταλαβαίνω για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό, είναι η έλλειψη ρίσκου. Πολλές φορές δεν ρισκάρουμε. Κάτι πάει καλά και πάμε να το αντιγράψουμε, γιατί έχουμε την εντύπωση ότι θα συνεχίσει να πηγαίνει καλά για καιρό, και προσπαθούμε να εκμεταλλευτούμε την τάση. Το κατανοώ, παίζονται χρήματα, υπάρχουν επενδυτές, υπάρχουν άνθρωποι που στελεχώνουν τις παραγωγές. Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα περισσότερο ρίσκο, λιγότερη συντήρηση, περισσότερη ελευθερία.
Είναι εύκολο να υπάρξει ξανά μία παραγωγή υψηλών προδιαγραφών, όπως ο Σασμός;
Όχι και αυτό είναι καλό. Ο Σασμός έγινε και ήταν ο Σασμός, οι Άγριες Μέλισσες έγιναν και ήταν οι Άγριες Μέλισσες. Και οι καινούργιες σειρές, καθεμία με τη δική της ταυτότητα και δυναμική θα είναι αυτή. Γιατί να προσπαθούμε να επαναλάβουμε κάτι που έχει ολοκληρωθεί; Το θέμα είναι να βρεις τι πυρηνικά τι πυροδοτεί τον κόσμο και τον κάνει να συνδέεται τόσο βαθιά και να φτιάξεις κάτι το οποίο είναι το ίδιο έντιμο χωρίς να του μοιάζει καθόλου.

Η κωμωδία λείπει από την τηλεόραση;
Ευτυχώς, με τη λογική ότι ανοίγει στην πλατεία ένα σουβλατζίδικο, πάει καλά, “α, θα ανοίξουμε όλοι σουβλατζίδικο”, σε κάνα δυο χρόνια θα βλέπουμε μόνο κωμωδίες.
Ωστόσο, έχουν αλλάξει οι εποχές, έχουμε ξανασυστηθεί με τη λογοκρισία, με όρους όπως το political correct, που αναπόφευκτα αποστειρώνουν την ατάκα και περιορίζουν τον αυθορμητισμό και το γέλιο.
Και αυτολογοκρινόμαστε… Και δεν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να γελάσει με κάποια θέματα. Είναι ένα στάδιο για να ξεσκαρταριστούν κάποια πράγματα που έπρεπε να φύγουν από το τραπέζι. Δυστυχώς, κάποια «χλωρά» καίγονται με αυτά τα «ξερά», γιατί δεν ξέρουμε πώς να το κάνουμε. Είναι μια εποχή που λέμε λέξεις όπως «λογοκρισία», που δεν τις χρησιμοποιούσαμε τόσο συχνά όσο στην επταετία, που άλλοι τη θυμόμαστε από το σχολείο, άλλοι από αφηγήσεις γονιών, άλλοι από προσωπικά βιώματα. Και ξαφνικά μιλάμε ξανά για λογοκρισίες κτλ. Υπάρχει φόβος. Αυτός ο φόβος δεν μας επιτρέπει να γελάσουμε, να απολαύσουμε, να δημιουργήσουμε, να σκεφτούμε, να ονειρευτούμε.
Όταν ξεπεράσουμε αυτό το στάδιο και αποδεχτούμε πραγματικά ο ένας την ύπαρξη του άλλου –όχι επειδή μας το επιβάλλει κάποιος, αλλά επειδή έτσι είναι η φυσική ροή των πραγμάτων– τότε θα αποκτήσουμε ξανά εμπιστοσύνη στην ανθρωπότητα. Τώρα δεν την εμπιστευόμαστε. Της επιβάλλουμε ποιες λέξεις θα χρησιμοποιεί, πώς θα μιλάει, με τι θα γελάει. Όταν σταματήσει αυτό και αρχίσουμε να αναπνέουμε πιο ελεύθερα, ίσως έρθει μια ανατρεπτική κωμωδία όπως θα θέλαμε. Μέχρι τότε, το βλέπω δύσκολο.
Ο θεατής σήμερα μοιάζει πιο επιφυλακτικός απέναντι στα τηλεοπτικά projects. Ενδεχομένως να αφουγκράζεται αυτή τη συνθήκη και να αναζητά την αλήθεια του καθρεφτισμένη στην οθόνη.
Να σου πω κάτι ειλικρινά; Αν ο κόσμος γυρίζει λίγο την πλάτη του στα μέσα, είτε είναι τηλεόραση, μυθοπλασία ή σινεμά, υπάρχει κάποιος λόγος και κάποια ανάγκη που τον έχει απομακρύνει.. Δεν μπορώ να τον κρίνω ούτε να πω τι πρέπει να κάνουμε. Ας το αφήσουμε να δούμε πού θα πάει. Είναι μια ανάγκη που προκύπτει –ίσως από έλλειψη εμπιστοσύνης.
Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά στο θέατρο;
Από 9 Οκτωβρίου θα βρίσκομαι ξανά στο Θέατρο Βασιλάκου με τη Μηχανή του Turing. Από τα μέσα Δεκεμβρίου θα ανεβάσουμε και το έργο Εκείνος που έκλεψε τη μέρα και πλήρωσε τη νύχτα. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου, ενός γραναζιού, μιας μηχανής: υπάλληλος σε μια τράπεζα αποφασίζει να κλέψει ένα μεγάλο ποσό, να εξαφανιστεί, να τα παρατήσει όλα και να ψάξει το νόημα της ζωής εκεί που αγοράζονται τα πράγματα. Να βρει το νόημα πληρώνοντας και αγοράζοντας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ