Μετά από τόσα χρόνια, η Έλλη πάτησε ξανά το κατώφλι του πατρικού του Μάρκου, και οι μνήμες ξεχύθηκαν και την… κατάπιαν στον Τιμωρό.

Ο χώρος, γεμάτος εικόνες και στιγμές, τη συνεπήρε με έναν τρόπο που δεν μπορούσε να προβλέψει. Κάθε γωνιά του σπιτιού ξυπνούσε μια ανάμνηση, μια αίσθηση χαμένης ευτυχίας από την εποχή που ο ο καλός της ζούσε…

Ο Μάρκος την παρατηρούσε αθόρυβα, με βλέμμα καυτό που δεν μπορούσε να κρύψει εντελώς, όσο κι αν προσπαθούσε.

Τα μάτια του γλιστρούσαν διακριτικά πάνω της, προσπαθώντας να διαβάσουν κάθε της κίνηση, κάθε αδιόρατο συναίσθημα που φανερωνόταν στο πρόσωπό της.

Το Χ είδε την ταραχή της και τα σχόλια πήραν φωτιά από συμπάθεια στο πρόσωπό της.