Μετά από ένα μοιραίο μυστικό ραντεβού που άναψε φωτιές, η σχέση ανάμεσα στον Παύλο και τον Τόλη στον Άγιο Έρωτα οδηγείται σε οριστικό ρήγμα — και όλα χάρη σε μια απόδειξη που δεν χωράει παρερμηνείες.
Ο Παύλος μπαίνει στην αποθήκη χωρίς να χτυπήσει ·ενώ το βλέμμα είναι κοφτερό σαν λεπίδι. Ο Τόλης κάθεται σε ένα παλιό βαρέλι, το κινητό στο χέρι και με προσποιητή ηρεμία.
Παύλος: Μου λες ότι ο Σωτήρης έφυγε για το εξοχικό του. Μου λες ψέματα.
Τόλης: Τι θες, αφεντικό; Να το λουστώ εγώ; Εγώ μόνο εκτελώ.
Παύλος (βγάζει από το σακάκι έναν φάκελο, τον ρίχνει πάνω στο τραπέζι): Αυτός ο φάκελος βρέθηκε στο σπίτι του Σωτήρη. Φωτοτυπίες, ημερολόγια, αριθμοί λογαριασμών — με το όνομα σου σε δυο πληρωμές. Τι λες τώρα;
(Σιωπή. Ο Τόλης προσπαθεί να δείχνει ψύχραιμος)
Τόλης: Δεν ήθελα… δεν ήταν επιλογή.
Παύλος: Δεν ήταν επιλογή; Μου έκανες δουλειές, Τόλη. Σε πλήρωσα. Κι εσύ με καρφώνεις στο ίδιο τραπέζι που τρως.
Τόλης: “Ο Σωτήρης είχε το κεφάλι του σε θηλιά. Του έταξα πως θα φροντίσω — για την οικογένειά του. Μου ζήτησε προστασία. Του είπα ναι. Έπρεπε να σιωπήσω.”
Παύλος (γελάει με μίσος): Προστασία; Σε πλήρωσε ο άλλος; Σε φόβισε; Ή απλώς νόμιζες πως έχεις θέση στο τραπέζι μου και τώρα σε πετάω; Αυτό που έκανες δεν διορθώνεται. Δεν δίνεις πια λογαριασμό στον κόσμο — δίνεις λογαριασμό σε μένα.
(Με μια γρήγορη κίνηση, ο Παύλος παίρνει το κινητό του Τόλη, ανοίγει ένα μήνυμα: ημερομηνίες, συνάντηση, συνθηματικά. Η απόδειξη σε πλήρη θέα.)
Τόλης (ειρωνικά): Και τι θα κάνεις;
Παύλος: Θα κάνω ό,τι χρειαστεί για να μείνει ο κόσμος όπως τον θέλω. Αλλά ξέρεις κάτι; Οι προδότες πληρώνουν με περισσότερα από τη ζωή τους.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ