Η Άννα συγχωρεί τον Αποστόλη στη Γη της ελιάς, αλλά αυτή είναι η τελευταία φορά που μιλάει στον αδελφό της, γιατί λίγη ώρα αργότερα εκείνος πέφτει νεκρός στην αγκαλιά της.
Ο Βελισάριος Γερακάρης σαν ανήμερο θεριό τριγυρίζει στο χωριό και παραμονεύει για να πετύχει τον Αποστόλη μόνο του, χωρίς προστασία για να τον σκοτώσει. Την ίδια ώρα, η Άννα, μετανιωμένη από τη στάση της απέναντι στον αδελφό της, αποφασίζει να σταματήσει να του δείχνει τον θυμό της και τον ρωτάει με δάκρυα. Εμπρός πόνο τού λέει ότι τον συγχωρεί:
«Δεν έφταιγες μόνο εσύ. Ήμουν άδικη… Εγώ έφταιγα πιο πολύ απ’ όλους»,
του λέει με δάκρυα στα μάτια. Εκείνος συγκινείται, δακρύζει και της λέει:
«Άννα, θέλω να σε δω».
Έτσι, τα δύο αδέλφια συμφωνούν να βρεθούν από κοντά. Ωστόσο εκείνο το ραντεβού της συμφιλίωσης δεν πρόκειται να γίνει ποτέ. Λίγο αργότερα, όμως, ο Αποστόλης συναντιέται τυχαία με τον αδελφό του. Τα δύο αδέλφια γεμάτα συγκίνηση, απόγνωση αλλά και λύτρωση αγκαλιάζονται. Η Άννα όμως δεν ξέρει ότι είναι και η τελευταία τους αγκαλιά.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίζονται οι άντρες του Βελισάριου και εν ψυχρώ εκτελούν τον Αποστόλη. Η Άννα ουρλιάζει. Δεν αφήνει από την αγκαλιά της τον αδελφό της, τον μοναδικό άνθρωπο που της είχε μείνει στη ζωή. Ωστόσο, ο Βελισάριος μαζί με τους συνεργούς του την τραβάνε με βία μακριά από το άψυχο κορμί του Αποστόλη, το οποίο το βάζουν μέσα σε ένα αυτοκίνητο και πηγαίνουν να το εξαφανίσουν.
Λίγα λεπτά μετά, πετάνε τη σορό του Αποστόλη στη θάλασσα.
Την ίδια στιγμή, η Άννα, πριν καλά-καλά συνειδητοποιήσει τι έχει γίνει, βρίσκεται στα χέρια των Γερακάρηδων, που βίαια την τραβάνε και τη βάζουν μέσα σε ένα αυτοκίνητο, ενώ στη συνέχεια την κλείνουν μέσα σε μια αποθήκη. Ο σκοπός τους είναι να τη σκοτώσουν, όχι όμως έτσι απλά μια κι έξω. Αποφασίζουν ο θάνατός της να μη γίνει γρήγορος και λυτρωτικός αλλά να τη βασανίσουν μέχρι θανάτου. Αφού τη χτυπάνε βάναυσα, στη συνέχεια τη βιάζουν.
Η κοπέλα ουρλιάζει, αντιστέκεται, τους παρακαλεί να την αφήσουν, αλλά εκείνοι σαν ζώα ανήμερα πέφτουν πάνω της αποφασισμένοι να την κατασπαράξουν.
Τη βιάζουν και την αφήνουν σαν κουρέλι σε μια γωνιά. Η Άννα είναι σαν ζωντανή-νεκρή ή μήπως όντως ξεψυχάει στα χέρια τους; Πάντως κανείς δεν ξέρει αν ζει ή αν πέθανε. Ο Πότης από την άλλη, που μόλις ήδη έχει αρχίσει να μετανιώνει για όλα, μαθαίνει τι έχει συμβεί, ότι ο Αποστόλης είναι νεκρός – αλλά το ίδιο μπορεί να έχει συμβεί και με την Άννα – και καταρρέει.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ