Είχα την τύχη – και φυσικά τη μεγάλη χαρά – με αφορμή τη νέα σειρά του Alpha, Πόρτο Λεόνε, να συναντήσω από κοντά τον Αλέκο Συσσοβίτη και να κάνουμε μια όμορφη συζήτηση που είμαι σίγουρος πως όποιος την ακούσει θα μάθει πολλά.
Ένας ηθοποιός που χαίρεσαι να βρίσκεσαι δίπλα του και να μαθαίνεις από τον ίδιο. Ένας άνθρωπος που, όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν έγινε «ψώνιο», αγαπά το επάγγελμά του και – το κυριότερο – σέβεται τον άνθρωπο.
Μεταξύ άλλων, μιλήσαμε για την πολυπλοκότητα του ρόλου του στη σειρά, τη χαρμολύπη και τη «διπολικότητα» της ανθρώπινης φύσης, τον «δαίμονα» και τον καλό εαυτό που συνυπάρχουν μέσα μας, την αξία και το μέτρο της ομορφιάς και του ναρκισσισμού, το πώς η κριτική μπορεί να σε λυγίσει αλλά και να σε διδάξει, τη σχέση μας με τον φόβο και τον θάνατο, την κοινωνική αποδοχή απέναντι στην προσωπική αλήθεια, αλλά και την ευγνωμοσύνη για όσα μάθαμε από τους γονείς μας.
Μια κουβέντα ουσίας, χωρίς φτιασίδια, που φωτίζει τον άνθρωπο πίσω από τον ρόλο.
Δείτε τι μας αποκάλυψε ο Αλέκος Συσσοβίτης στη συνέντευξη που ακολουθεί…
-Χαίρομαι πάρα πολύ που σας συναντώ εδώ στο Πόρτο Λεόνε. Ένα πάρτι που στήθηκε για τη σειρά. Πώς νιώθετε που συμμετέχετε σε αυτή την παραγωγή;
Καταρχάς, χαίρομαι κι εγώ. Αμοιβαία τα συναισθήματα. Νιώθω πολύ καλά και θα έλεγα και συγκινημένος, γιατί μου δόθηκε για άλλη μία φορά η ευκαιρία από τους αργοναύτες να συνεργαστώ μαζί τους, που είναι πολύ σημαντικό να σε εκτιμούν άνθρωποι της παραγωγής, άνθρωποι της τηλεόρασης και σαφέστατα το κοινό, γιατί από το κοινό καταλαβαίνουμε ποιοι θα πρέπει να είμαστε και πού. Νιώθω χαρούμενος γιατί με ενδιαφέρει πάρα πολύ αυτή η περίοδος του ’60 στην Ελλάδα. Διάβασα τα δύο βιβλία του Χαριτόπουλου για τον Πειραιά – το «Εκ Πειραιώς και Πειραιώτες» – που μου μετέφεραν πολύ καθοριστικά και πολύ ρεαλιστικά το τοπίο εκείνης της Τρούμπας, εκείνου του Πειραιά και εκείνης της περιόδου.
Παίρνοντας το σενάριο στα χέρια μου, είδα με ένα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον τις μεταπτώσεις αυτού του χαρακτήρα που κάνω. Καταρχάς μπήκα μέσα στο ρόλο. Ενώ υποδύομαι τον – ας πούμε – αρχηγό της νύχτας, που έχει το Πόρτο Λεόνε, το περίφημο καμπαρέ που ήταν το μεγαλύτερο – ας πούμε, καμπαρέ, γιατί εδώ μιλάμε για μία μυθοπλασία – στην Τρούμπα εκείνη την εποχή και άλλα μαγαζιά όπως και άλλα σπίτια που δούλευαν οι γυναίκες – που εκείνη την εποχή, ξέρουμε ότι υπήρχαν γυναίκες που πουλούσαν το κορμί τους για να ζήσουν – αλλά και άνθρωποι που πήγαιναν να διασκεδάσουν, να βρουν τη χαρά τους. Κάτι το οποίο αφού το είχαν ανάγκη -οι γυναίκες το χρήμα και οι άντρες στη διασκέδαση- θα περίμενε κανείς ότι αυτός ο άνθρωπος είναι ένας ακλόνητος χαρακτήρας, ένα σιδερένιο πρόσωπο. Ένας βράχος ο οποίος δεν καταρρέει. Κι όμως, στη σειρά βλέπουμε ότι αυτός ο άνθρωπος σπάει. Έρχεται αντιμέτωπος με έναν βαθύτερο εαυτό του και ζει κάποια συναισθήματα που δεν περίμενε ποτέ ότι θα έχει και ο ίδιος.
-Εσείς έχετε κοινά χαρακτηριστικά; Γιατί είπατε ότι είναι ένας άνθρωπος που ενώ φαίνεται σκληρός, από πίσω λυγίζει. Έχει τύχει να είστε ένας σκληρός χαρακτήρας; Ένας σιδερένιος και ατσάλινος χαρακτήρας, αλλά να λυγίζετε πολύ;
Βεβαίως! Για αυτό θέλω να πιστεύω μπόρεσα να υπηρετήσω σωστά το ρόλο και να μεταφέρω τη δική μου αλήθεια. Οι ηθοποιοί, με αφορμή τους ρόλους, σκάβουμε και τελικά ανακαλύπτουμε δικά μας πράγματα. Κι όταν βρίσκουμε τον δρόμο -συνειδητά η καμία φορά και υποσυνείδητα- απελευθερωνόμαστε και αφήνουμε τα συναισθήματά μας να φανούν. Μία διαδρομή, η οποία δεν είναι καθόλου εύκολη.
Όταν συμβεί, είμαστε πολύ ευτυχείς και πολύ χαρούμενοι και πολύ ικανοποιημένοι, γιατί καταφέραμε μέσα από αυτή τη διαδικασία, να γνωρίσουμε καλύτερα τον εαυτό μας. Αυτός είναι ο τρόπος που δουλεύουμε οι ηθοποιοί και αυτό είναι το μεγάλο όφελος. Αν σου δώσουν έναν καλό χαρακτήρα, ο οποίος είναι μονοδιάστατος και έχει να αντιμετωπίσει μόνο την καλή του πλευρά και δεν έρθει αντιμέτωπος με τον δαίμονα που έχει μέσα του -γιατί όλοι οι άνθρωποι κουβαλάμε τον άγγελο και τον δαίμονα μέσα μας. Το καλό και το κακό. Δεν κουβαλάμε μία διάσταση, γιατί αν υπήρχε μόνο μία διάσταση, δεν θα μπορούσε να προσδιοριστεί η άλλη. Αν υπήρχε μόνο το καλό, δεν θα γνωρίζαμε τι σημαίνει κακό.
-Ο δαίμονας σας στην πραγματική ζωή ποιος είναι;
Ο κακός μου εαυτός, όπως όλων μας. Ο Αλέκος, ο οποίος υποθάλπει τα πράγματα, που δεν πιστεύει στη ζωή, που δεν πιστεύει στον εαυτό του, που δεν…δεν…δεν. Ο αρνητής. Αυτός που αμφισβητεί τα πάντα. Αυτός ο οποίος όμως ουσιαστικά κουβαλάει έναν βαθύτερο φόβο – που κατά την φιλοσοφία και την ψυχολογία, είναι ο φόβος του θανάτου που επισκιάζει όλη μας την πορεία στη ζωή. Αυτός ο φοβικός Αλέκος, θα έρθει αντιμέτωπος και θα συμπορευτεί με τον δυνατό Αλέκο. Και αυτό πρέπει να το αποδεχτούμε. Και όσο πιο γρήγορα το αποδεχτούμε, τόσο καλύτεροι άνθρωποι γινόμαστε.
-Έχετε ζήσει πολλά χρόνια με αυτά τα «δεν»; Με αυτόν τον κακό Αλέκο;
Έχω ζήσει όλη μου τη ζωή και θα ζω όλη μου τη ζωή. Γιατί είμαστε κοινοί θνητοί.
-Ζητήσατε τη βοήθεια κάποιου ειδικού;
Όχι, δεν αλλάζει αυτό. Γιατί και ο ειδικός που θα σε συμβουλεύσει, με αυτά παλεύει. Είμαστε κοινοί θνητοί. Από τη στιγμή που είμαστε ένα ον κατασκευασμένο με αρχή, μέση και τέλος -αλλά με τέλος, δηλαδή θα τελειώσει- και είναι ένα ον που έχει συνειδητότητα του τελικού αποτελέσματος του. Τα ζώα δεν ξέρουν. Έτσι νομίζουμε εμείς. Δεν έχουν τη συνειδητότητα ότι θα πεθάνουν. Έτσι νομίζουν. Ο άνθρωπος ξέρει ότι θα πεθάνει. Δεν ξέρει πότε θα πεθάνει και αυτό επισκιάζει όλη του την πορεία. Φοβάται τον θάνατο, γιατί δεν ξέρει πότε θα του συμβεί. Κι επισκιάζει και όλη του τη ζωή. Όλη η διαδρομή μας είναι μία πορεία που την ακολουθεί και ο καλός και ο κακός Αλέκος.
-Το χειρότερο πράγματα που έχετε κάνει στη ζωή σας και το έχετε μετανιώσει;
Δεν είμαι άνθρωπος που μετανιώνω για πράγματα. Όχι ότι κάνω σωστά πάντα ό,τι κάνω, γιατί θα ήταν αφύσικο. Η νευροψυχολογία λέει ότι πρώτα πράττουμε και μετά κατανοούμε την πράξη. Για αυτό και μερικές φορές λέμε: «Κάτσε!… Τι έγινε εδώ; Τι έγινε;». Αυτό σημαίνει ότι πρώτα πράξαμε και μετά προσπαθούμε να κατανοήσουμε. Άρα από το ένστικτό μας και το υποσυνείδητο πράττει ο άνθρωπος και αυτό έχει μία φυσιολογική πορεία, γιατί λένε ότι αν μπορούσε να αντισταθεί στην παρόρμησή του, δεν θα υπήρχε γεννητική αλυσίδα. Δεν θα γεννούσε, δεν θα παντρευόταν, δεν θα ερωτευόταν, δεν θα απογοητευόταν, δεν θα χώριζε, δεν θα έκανε παιδιά. Δεν θα συνέχιζε.
-Νιώσατε ότι ζήσατε ένα deja vu στα γυρίσματα της σειράς; Δηλαδή πράγματα που μπορεί να έχετε ζήσει στην προσωπική ζωή σας στο παρελθόν, με πράγματα που παίζετε στο ρόλο; Να πείτε: «Το έχω ζήσει αυτό;». Μπορεί να είναι καταστάσεις ή συναισθήματα.
Αυτό είναι. Καταστάσεις και συναισθήματα είναι. Είναι όλο το παρελθόν σου. Είμαστε κατά 98% παρελθόν και κατά 2% παρόν. Προσπαθούμε να υπάρξουμε στο παρόν, αλλά ιστορικότητά μας είναι αυτή η οποία μας χαρακτηρίζει. Ναι. Όλα αυτά τα οποία ανά καιρούς έχω ζήσει από παιδί, από έφηβος, από μεγάλος, μέχρι να φτάσω εδώ που είμαι. Από το τώρα, από το χθες. Δηλαδή πολύ με επηρέαζε το τί ζούσα την περίοδο του φθινοπώρου. Έτυχε, ήταν η συγκυρία τέτοια, να ζω κάτι πολύ συναισθηματικά δύσκολο. Και ερχόμουν εδώ και την επόμενη μέρα έβρισκα μέσα από το ρόλο μία ταύτιση με αυτό που ζούσα. Και ήταν πρόσφατο. Πολλές φορές αναπολούσα και ανακαλούσα εμπειρίες του παρελθόντος. Αυτές με γέμιζαν κι εδώ έδινα και κάποιες απαντήσεις. Γιατί μέσα στη διαδικασία του ρόλου, τυχαίνει και παίρνεις και κάποιες απαντήσεις. Ή μάλλον, δεν τυχαίνει. Δουλεύεις και παίρνεις κάποιες απαντήσεις για παλιά σου ερωτήματα.
-Υπάρχει κάποια κατάσταση που δεν θέλετε να ξαναζήσετε; Να έχετε βιώσει κάτι πολύ άσχημα στη ζωή σας και να πείτε: «Αυτή η κατάσταση δεν θέλω να μου ξανατύχει».
Κοίταξε, η μεγαλύτερη και πιο άσχημη στιγμή στη ζωή μας, είναι όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον θάνατο των άλλων. Και επειδή έχουν συγχωρεθεί και οι δύο γονείς μου, όταν έζησα τον θάνατο του πατέρα μου, είπα ότι αυτό το γεγονός δεν θέλω να το ξαναζήσω, γιατί ήταν ό,τι πιο ισχυρό. Μετά, συμφιλιώθηκα και εξοικειώθηκα με την έννοια του θανάτου, όταν το έζησα με τη μητέρα μου. Και κατάλαβα ότι δεν είναι εχθρός ο θάνατος. Μπόρεσα να αντιληφθώ τις αρχές τις φιλοσοφίας, που σου λένε ότι είμαστε μία σταγόνα από τον ωκεανό, που απομονωθήκαμε, τυραννηθήκαμε, αλλά μετά επιστρέφουμε σε μία συλλογική συνειδητότητα. Αυτά είναι λεπτά πράγματα, αλλά με την πάροδο του χρόνου και μεγαλώνοντας, πρέπει να εξοικειωθούμε με την έννοια του θανάτου, για να απολαύσουμε αυτό που έλεγε κάποτε ο Επίκουρος: «Εδώ είναι. Και μόνο αυτό που βλέπουμε είναι. Ζήσε τη ζωή. Ζήσε την και ας υπάρχουν αυτοί οι φόβοι και αυτές οι καταβολές. Ζήσε την». Και νομίζω ότι αυτό που δεν θα ήθελα να ζήσω -παρόλο που εξ’ αποστάσεως βρίσκω το σθένος να το φιλοσοφήσω- είναι ένας βαθύς πόλεμος σαν αυτόν που γίνεται τώρα στη Γάζα. Αυτό το αβυσσαλέο πράγμα, δεν θέλω να το ζήσω.
Αλέκος Συσσοβίτης: «Στην κουζίνα μεγάλωσα, διάβαζα στην τουαλέτα…»
-Σας φοβίζει αυτό;
Δεν είναι μόνο ότι με φοβίζει. Με απογοητεύει που καταλαβαίνω ότι μέσα στην πάροδο του χρόνου, είναι αναπόφευκτο να συμβαίνουν όλα αυτά στην ανθρωπότητα. Γιατί αυτή είναι η ιστορία του ανθρώπου. Άμα την δούμε από τις απαρχές, αυτή είναι η ιστορία του ανθρώπου.
Αλλά με συγκλονίζει – σαφώς προκαλεί και φόβο – το γεγονός της απανθρωπιάς του ανθρώπου του ίδιου, δηλαδή ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον κανιβαλιστικό. Είμαστε από τα λίγα όντα στον πλανήτη που τρώμε τόσο πολύ ο ένας τον άλλο. Κανένα άλλο ζώο δεν τρώει το είδος του στον βαθμό που το κάνει ο άνθρωπος. Τα λιοντάρια δεν σκοτώνονται μεταξύ τους έτσι, που είναι τα πιο αβυσσαλέα από όλα. Αλλά αυτή είναι η φύση μας. Οπότε, αν μπορέσεις να έχεις τη δύναμη να το αποδεχτείς, πόσο βίαιη είναι η φύση του ανθρώπου, μπορεί να μη σε συγκλονίσει ούτε αυτό.
Αλλά, ναι, η παραδοξότητα και ο τρόπος που συμβαίνει με απασχολούν πάρα πολύ. Αυτό που γίνεται στη Γάζα, αυτό που έγινε στο Άουσβιτς, αυτό που έγινε στον εμφύλιο τον δικό μας ή στον μεγάλο εμφύλιο που κατέγραψε με τον μέγιστο τρόπο ο Θουκυδίδης, είναι πράγματα που σε συγκλονίζουν.
-Σας έχουμε δει και σε δραματικούς ρόλους, αλλά και σε ρόλους που περιέχουν κωμωδία. Τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει τον Αλέκο Συσσοβίτη;
Όλα αυτά που είπες! Η ζωή μας είναι μία πορεία μέσα στη χαρά και στη λύπη. Μέσα στον προβληματισμό και στην ανεμελιά. Στη σοβαρότητα και στο ασόβαρο του εαυτού μας. Με έλκει αυτή η διπολικότητά μας. Και ανά περιστάσεις και ανά καιρούς, όταν μας δίνεται το έδαφος, βουτάμε με μεγάλη χαρά μέσα στην κωμωδία και στο δράμα. Οι δεκαετίες του ’60, ’70, ’80 μέχρι το 2000, μέχρι το μιλένιουμ, ήταν εποχές που για τη μάζα της ανθρωπότητας ήταν ανέμελες. Δεν καταλαβαίναμε πού πάμε. Μετά το μιλένιουμ, ο άνθρωπος αρχίζει, μέσω της τεχνολογίας, να συνειδητοποιεί ότι πάει σε κάτι πάρα πολύ δύσκολο, σχεδόν αδιέξοδο. Οπότε χάθηκε η χαρά και χάθηκε η κωμωδία. Χάθηκε η πλάκα των ελληνικών ταινιών της δεκαετίας του ’60.
Βλέπουμε ότι τώρα όλη η υφήλιος κάνει λιγότερες κωμωδίες απ’ ό,τι δράματα και μάλιστα έχει βουτηχτεί πολύ στο αίμα. Αυτό που γίνεται από το δυτικό σινεμά, που επηρέασε προφανώς και την Ασία, με ένα Netflix που είναι μέσα στο πιστολίδι, είναι κάτι που από μόνο του καταγράφει τι γίνεται στην ψυχολογία του ανθρώπου. Και το μόνο που έχω να κάνω είναι να αφεθώ στον χρόνο και να είμαι ευγνώμων που υπάρχω.
-Θέλω να σας πάω και στο κομμάτι των δημοσιευμάτων. Όλα αυτά τα χρόνια, από τότε που ξεκινήσατε την καριέρα σας, υπήρξε κάποιο δημοσίευμα που να σας ενόχλησε πάρα πολύ;
Σαφέστατα υπήρξε, και το ευγνωμονώ επίσης που υπήρξε. Κάποτε ήμουν πολύ φοβικός, άγουρος και ανώριμος, ώστε να επηρεάζομαι έντονα από την αρνητική κριτική. Με τον καιρό όμως συνειδητοποίησα ότι, όταν είναι εύστοχη, έχει στόχο και σκοπό.
Για παράδειγμα, μια πολύ καλή μου φίλη, που με είχε σκηνοθετήσει σε κάτι πολύ αξιόλογο – και είχαμε πάρει τα εύσημα και οι δύο – ήρθε μια μέρα να δει παράστασή μου στο θέατρο. Με πήρε μετά τηλέφωνο και μου είπε: «Είσαι πολύ κακός». Μου εξήγησε γιατί. Μου πήρε πέντε μέρες στο θέατρο, άνοιξε η γη να με καταπιεί, για να ξαναπατήσω στα πόδια μου. Αυτό με αποσυντόνισε τόσο πολύ που έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Συνέβη όταν ήμουν 45 χρονών, το θυμάμαι χαρακτηριστικά.
Και επειδή η υποκριτική είναι μια δουλειά που δεν κατακτιέται ποτέ – γιατί η γνώση δεν κατακτιέται ποτέ από τον άνθρωπο, πάντα ο άνθρωπος καλείται να μάθει – δεν ένιωθα αρκετά έμπειρος για να το διαχειριστώ. Το κουβάλησα μέσα μου για έξι μέρες. Απογοητεύτηκα, έπιασα πάτο, πήγα στα τάρταρα. Και ξαφνικά, την έκτη μέρα, σαν από θαύμα, αντιλήφθηκα τι μου είχε πει. Χρησιμοποίησα τη συμβουλή της, κατάλαβα περισσότερα πράγματα και την πήρα τηλέφωνο μετά από μία εβδομάδα για να την ευχαριστήσω.
Οπότε δεν πρέπει να προτρέχουμε και να θεωρούμε ότι όσα μας λέει ο άλλος είναι αυτομάτως εις βάρος μας.
-Υπήρξε κάποια στιγμή που σκεφτήκατε: «Εγώ τώρα θα τα παρατήσω. Κουράστηκα με τις αρνητικές κριτικές, με επηρέασαν, νιώθω σαν να μην κάνω»;
Όχι. Έρχομαι αντιμέτωπος με στιγμές που δεν έχω μεγάλη αυτοπεποίθηση. Όμως οι περισσότερες, και πιο κυρίαρχες, είναι εκείνες που τελικά έχω αυτοπεποίθηση, πιστεύω στον εαυτό μου και έχω φιλοσοφήσει όλα αυτά που λες. Τα εκλαμβάνω με έναν άλλο τρόπο και συνειδητοποιώ ότι, ναι, μεν μας καίει και μας απασχολεί η κοινή γνώμη – θέλουμε να είμαστε κοινωνικά αποδεκτοί, ιδιαίτερα όσοι κάνουμε θέατρο, και μάλιστα διακαώς – θέλουμε το μπράβο του κόσμου.
Αλλά, επειδή σωστά λένε ότι όλα και όλοι είναι αφορμή για να μάθουμε τον εαυτό μας, κάποια στιγμή πρέπει να νοιαζόμαστε κυρίως για το αν κάνουμε καλά εμείς αυτό που κάνουμε, και πόσο μας ωφελεί εμάς. Έτσι δεν δίνουμε υπερβολική σημασία στο τι λέει ο κόσμος. Δεν αδιαφορούμε, αλλά προστατεύουμε τον εαυτό μας.
Γιατί, κατά τα άλλα, είναι δεδομένο ότι εκεί έξω υπάρχει ανταγωνισμός, ζήλια, καχυποψία, μνησικακία. Υπήρχαν πάντα και θα υπάρχουν πάντα σε όλες τις δουλειές και σε όλους τους ανθρώπους. Το ωραίο ή το καλό είναι ζηλευτό, και κάποιος που δεν το έχει, χωρίς να το καταλάβει, θα το κρίνει, θα το επικρίνει. Αυτά τα φαινόμενα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν σε όλους τους τομείς, σε όλες τις εποχές.
-Επειδή αναφερθήκατε στο ωραίο, υπήρξε στιγμή που να σκεφτόσασταν το ωραίο, την εξωτερική εμφάνιση; Γιατί μπορεί να έχουμε κάνει όλοι αυτό το λάθος και να νομίζουμε ότι πουλάει σε μία δουλειά.
Και δεν είναι λάθος, και πουλάει. Το ωραίο είναι δεδομένο. Δεν μπορεί κανείς να αντισταθεί στην ομορφιά. Κανείς. Και για να μας βγάλω από εμάς, θα δεις ένα πολύ ωραίο ζώο ή ένα πολύ ωραίο τοπίο και θα το θαυμάσεις. Όλοι είμαστε νάρκισσοι. Το μέτρο χρειάζεται. Δηλαδή, οι αρχαίοι αν μας μάθανε κάτι σημαντικό, για μένα είναι το μέτρον άριστον. Οπότε θέλω αυτό να κρατήσουμε και να έχουμε ένα μέτρο στη ζωή μας. Είμαστε νάρκισσοι. Είμαστε παγόνια. Θέλουμε να αρέσουμε. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ηθοποιός που να μην είναι νάρκισσος. Γιατί νομίζω ότι δεν θα έκανε καλά αυτή τη δουλειά.
Γιατί αν δεν είσαι νάρκισσος, δεν έχεις και αυτοπεποίθηση. Και ο ναρκισσισμός δεν έχει να κάνει μόνο με την εξωτερική ομορφιά. Έχω συναντήσει ανθρώπους που είναι ναρκισσιστές επειδή έχουν πολύ ισχυρό πνεύμα. Και είναι Κουασιμόδοι μέσα τους, αλλά είναι τόσο νάρκισσοι που καταφέρνουν μεγάλα πράγματα, θαύματα από αυτό τον ναρκισσισμό. Τα παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά, για πάρα πολλούς ηθοποιούς, για πάρα πολλούς πολιτικούς, για πάρα πολλούς επιχειρηματίες.
-Φαντάζομαι, στην αρχή της καριέρας σας θα υπήρχαν δημοσιεύματα για την εξωτερική σας εμφάνιση. Τότε, όταν τα βλέπατε αυτά, τι λέγατε από μέσα σας;
Το χαιρόμουν. Γινόμουν κόκορας μερικές φορές. Και έπρεπε να τιθασεύσω αυτό το πράγμα. Να μη χαθεί το μέτρο, όπως είπαμε και πριν. Αλλά αυτό μου έδινε και αυτοπεποίθηση. Γιατί άμα σου λέει ο κόσμος «Μπράβο, είσαι ωραίος», το ωραίο θα το πάρεις στην αρχή για την εξωτερική σου εμφάνιση. Αλλά σε αυτή τη δουλειά, αν δεν μπορέσεις να καταθέσεις ψυχή, δηλαδή το ωραίο του πνεύματος και της ψυχής σου, να το παρουσιάσεις έξω, δεν έχεις μεγάλη διάρκεια, αν θες να κάνεις ουσιαστικά πράγματα. Αν θες να είσαι βιτρίνα, έχεις διάρκεια.
-Σας είχε πιάσει κάποια περίοδο μια μανία: «να μη φύγω από αυτή την ομορφιά που έχω, να μην αφεθώ»;
Όχι. Αυτό είναι η στάση ζωής. Αυτό δεν έχει να κάνει με την υποκριτική. Ξεκίνησα την υποκριτική στα 30 μου. Οπότε είχα μια ζωή από πριν. Δεν είμαι αυτό που βλέπεις. Αυτό έχει να κάνει με μια στάση ζωής, που λες ότι εμένα με ενδιαφέρει η υγεία. Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον όπου τα θέματα της υγείας ήταν σε καθημερινή διάταξη. Και επειδή από πολύ μικρός κλονίστηκα με αυτά και επηρεάστηκα, ήθελα πάντα να φροντίζω την υγεία μου. Οπότε δεν είναι η «κόλλα». Είναι αυτό που κάνω για μένα τον ίδιο. Και αυτό δεν θα το προδώσω ποτέ. Και αύριο το πρωί να σταματήσω την υποκριτική, δεν θα το προδώσω ποτέ.
–Οφείλετε «συγγνώμη» σε κάποιον άνθρωπο; Δηλαδή, αν είχατε τώρα τη δυνατότητα, σε ποιον θα λέγατε συγγνώμη;
Αυθόρμητα θα απαντήσω. Και πολύ ουσιαστικά, θα ήθελα να δώσω και να αφιερώσω περισσότερο χρόνο στους γονείς μου. Γιατί από τη στιγμή που αποφάσισα να κατέβω στην Αθήνα, από τα 25 και μετά, μέχρι να συγχωρεθούν, με νοσταλγούσανε, με θέλανε κοντά τους. Αλλά η φύση της ζωής είναι αυτή που αποκόπτει το γόνο από τον γονέα και πρέπει έτσι, σκληρά αλλά και όμορφα παράλληλα, να συνεχίσει την πορεία του ο άνθρωπος. Έπρεπε να κατέβω εδώ, να κάνω κάποια πράγματα. Δεν μου δινόταν η δυνατότητα στη Θεσσαλονίκη. Θα ήθελα να δώσω περισσότερο χρόνο σε αυτούς. Δεν ξέρω αν λέγεται συγγνώμη, δεν ξέρω αν το μετανιώνω. Αλλά τουλάχιστον η ψυχούλα μου αυτό λέει.
-Κλείνοντας, θέλω να μου πείτε μια ανατροπή στο ρόλο σας, που θα δούμε στα επόμενα επεισόδια.
Η ανατροπή είναι αυτή… ότι ενώ περίμενα πως αυτός ο άνθρωπος θα δράσει πολύ θερμοκέφαλα με αυτά που του συμβαίνουν, τελικά αντέδρασε ψύχραιμα και με μεγαλύτερη καρδιά. Δηλαδή δεν έφυγε στην παρόρμηση. Έμεινε στο συναίσθημα, και αυτό εμένα με καλύπτει.
-Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Εγώ ευχαριστώ για την ουσιαστική κουβέντα που κάναμε.
Διαβάστε επίσης: Porto Leone – Αλέκος Συσσοβίτης: Ο Ηλίας Καπετανάκος αποκαλύπτει – «Η Ρίτα είναι ερωμένη μου…»