Στην εποχή που όροι, όπως βία και κακοποίηση, έχουν γίνει – δυστυχώς – συνώνυμο της καθημερινότητας, σειρές όπως το Να με λες μαμά του Alpha, έρχονται να «ταρακουνήσουν» τα νερά, να μας αναγκάσουν να κοιτάξουμε το «θεριό» στα μάτια. Να αναζητήσουμε τη δική μας ευθύνη στο πώς πλάθεται ο ο σύγχρονος κόσμος πάνω σε έννοιες όπως μίσος, βία, φόβος και αδιαφορία προς όσα συμβαίνουν δίπλα μας…

Να με λες μαμά: Γνωρίστε τους χαρακτήρες της νέας δραματικής σειράς του Alpha

Η καθ΄όλα φιλόδοξη παραγωγή του Alpha καταπιάνεται με πολλά επίκαιρα θέματα που αφορούν την κοινωνία και αυτό ακριβώς είναι το δυνατό της «χαρτί». Όχι με σκοπό να «τινάξει την μπάνκα» – όπως επιτάσσουν τα δημοσιογραφικά κλισέ – πάντα με άξονα τα νούμερα τηλεθέασης – αλλά για να ξετυλίξει μία ιστορία από την οποία όλοι μας μπορούμε – αν θέλουμε – να βγούμε καλύτεροι άνθρωποι. Άλλωστε, αυτός δεν είναι ο σκοπός της Τέχνης; Όχι μόνο να προσφέρει άρτο και θέαμα, αλλά να στρέφει το βλέμμα εκεί που πρέπει να στραφεί.

Και πώς μπορεί μία σειρά να το καταφέρει αυτό; Με δυνατό σενάριο, τσεκ. Με ταλαντούχο «πλήρωμα» ηθοποιών, ικανό να «σηκώσει» το βάρος μίας τέτοιας θεματολογίας και πολύ περισσότερο να αποτυπώσει σε βάθος τις δυναμικές των ρόλων που αναπτύσσονται. Τσεκ.

Ανάμεσα στο εμβληματικό καστ της σειράς – βλέπε Μαρία Κίτσου, Φιλαρέτη Κομνηνού, Ελένη Κοκκίδου – συναντάμε και τη Δήμητρα Βλαγκοπούλου, μία από τις πιο «φωτεινές» περιπτώσεις ηθοποιών της νέας γενιάς.

Bραβευμένη με το θεατρικό βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» το 2020 και με το Βραβείο Α΄ Γυναικείου Ρόλου στα 15α Βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για την καθηλωτική της ερμηνεία στο «Animal» της Σοφίας Εξάρχου, η Δήμητρα Βλαγκοπούλου έχει καταφέρει να ξεχωρίσει τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο.

Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης, διαθέτει εντυπωσιακό εύρος ερμηνειών και σπάνια ικανότητα μεταμόρφωσης – χαρακτηριστικά που την έχουν αναδείξει σε έναν «υποκριτικό χαμαιλέοντα» του ελληνικού θεάτρου, με περισσότερους από 20 ρόλους στο ενεργητικό της την τελευταία δεκαετία.

Στο «Να με λες μαμά» κάνει για πρώτη φορά τηλεόραση, σε έναν ρόλο που απαιτεί όχι μόνο υποκριτική δεξιοτεχνία αλλά και ψυχική δύναμη.

Λίγα εικοσιτετράωρα πριν από τη μεγάλη πρεμιέρα της σειράς η Δήμητρα Βλαγκοπούλου μιλά στο Znews για τη Χρύσα, μια γυναίκα εγκλωβισμένη σε κακοποιητικό περιβάλλον που αναπαράγει τη βία στο παιδί της, για τη δυσκολία της υποκριτικής προσέγγισης, αλλά και για το πώς η σειρά ανοίγει έναν απαραίτητο διάλογο γύρω από την ενδοοικογενειακή βία.

Υποδύεσαι τη Χρύσα, μια γυναίκα η οποία, ως θύμα κακοποίησης από τον σύντροφό της, φέρεται κακοποιητικά κι η ίδια το παιδί της, τη μικρή Ιωάννα. Πώς αντιμετώπισες αυτό τον απαιτητικό ρόλο;

Η Χρύσα, ο χαρακτήρας που υποδύομαι στη σειρά, είναι μια γυναίκα που συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου που δέχεται κοινωνική και έμφυλη βία και αναπαράγει τη βία αυτή στο παιδί της. Ψυχικά τραυματισμένη, μη κοινωνικά αποδεκτή μέσα σ’ ένα τοξικό και κακοποιητικό οικογενειακό περιβάλλον, που είναι θύμα του και η ίδια, γίνεται με τη σειρά της, κακοποιητής και θύτης. Επέλεξα να εστιάσω στις προθέσεις και τα κίνητρά της και να αντιμετωπίσω τον τρόπο που συμπεριφέρεται, ως έναν αφομοιωμένο μηχανισμό λειτουργίας που δρα ερήμην του συνειδητού ελέγχου της. Ως μια αντανακλαστική εκτόνωση των εσωτερικών ψυχικών συγκρούσεων που βιώνει. Για τον εξωτερικό παρατηρητή, τον θεατή ,θεωρώ ότι γίνονται πιο καθαρές αυτές οι συνδέσεις, όταν το πρόσωπο είναι έρμαιο των επιλογών και των ενστίκτων του. Εμπιστεύτηκα τις πληροφορίες που το σενάριο δίνει -και που δημιουργούν το πλαίσιο της ζωής της- ότι λειτουργούν συνθετικά για να αποκαλυφθεί η παθογένεια της κοινωνίας που γεννά τη βία γύρω της και μέσα της. Την αντιμετώπισα σαν έναν καθρέπτη αυτής, χωρίς ποτέ να την κρίνω. Αντικρίζοντας το είδωλο αυτό στα μάτια, όσο πιο εκτεθειμένα.

Πόσο σε δυσκόλεψε η διαδρομή της ηρωίδας, να την ακολουθήσεις συναισθηματικά;

Ήταν πράγματι δύσκολο να αγγίξω έναν τόσο τραυματισμένο και δύσκολο ψυχισμό. Δεδομένου ότι δεν είναι ο κεντρικός χαρακτήρας που ακολουθεί το σενάριο, δεν αναπτύσσεται δηλαδή σε βάθος αλλά εξυπηρετεί την κύρια αφήγηση, έπρεπε στην πορεία που διαγράφει, να καταφέρω, όσο πιο συμπυκνωμένα, να της προσδώσω μια πραγματική και πειστική υπόσταση. Η δυσκολία αυτή αποτέλεσε για μένα μια ενδιαφέρουσα πρόκληση. Ήθελε απόφαση και συνενοχή.

Υπάρχουν ελαφρυντικά ή δικαιολογητικά για τη Χρύσα; Ή βρήκες εσύ στοιχεία για να τη δικαιολογήσεις και να μπορέσεις να την ερμηνεύσεις;

Δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη να δικαιολογήσω μέσα μου το χαρακτήρα της Χρύσας για να μπορέσω να τον ερμηνεύσω. Με βοηθούσε όμως ότι μπορούσα να τον εξηγήσω, για να τον προσεγγίσω. Τόσο σε κάθε σκηνή ξεχωριστά αλλά και στη συνολική συναισθηματική διαδρομή που διανύει ως ηρωίδα. Ακολουθώντας τη σκηνοθετική κατεύθυνση, εστίασα στους επιμέρους στόχους προκειμένου να συνθέσω το δικό της νήμα.

Υπάρχει κάποια μεταστροφή στη συμπεριφορά της: από το πρώτο επεισόδιο μέχρι και τα επόμενα, ιδιαίτερα όταν εξαφανιστεί η Ιωάννα;

Ναι υπάρχει! Η στιγμή που η Χρύσα μετατοπίζεται ως χαρακτήρας είναι το γεγονός της εξαφάνισης της κόρης της. Η εξαφάνιση της Ιωάννας λειτουργεί αφυπνιστικά για τη Χρύσα γιατί την κλονίζει πραγματικά. Δεδομένου ότι η σχέση μητέρας-παιδιού είναι η κομβικότερη όλων, και παρότι θα την χαρακτηρίζαμε αναμφίβολα μια κακή μητέρα -αφού κακοποιεί το παιδί της σωματικά, λεκτικά, ψυχικά και το παραμελεί (παθητική κακοποίηση) -τη στιγμή που το χάνει, λειτουργεί μέσα της το μητρικό ένστικτο, ενεργοποιείται για πρώτη φορά ο μητρικός ρόλος.

Υπάρχει κάποιο φως μέσα στη Χρύσα; Και σε ποια φάση της πορείας της το βλέπουμε;

Δυστυχώς πιστεύω ότι η Χρύσα, και ως θύμα κακοποίησης αλλά και ως θύτης, είναι ένας άνθρωπος που ζει μέσα σ’ ένα απόλυτο σκοτάδι. Φοβισμένη, γεμάτη ενοχές και θυμό. Σε μια τέτοια πραγματικότητα το φως έρχεται ,ίσως, μόνο όταν η συνείδηση του ανθρώπου ξυπνά. ‘Όταν ο κόσμος της λοιπόν σβήνει από την απουσία της Ιωάννας , εκεί νομίζω πως η Χρύσα αρχίζει και ξαναβλέπει. Πιστεύω ότι είναι τραγικά επώδυνο αυτό το φως, όμως κυοφορεί και την ελπίδα.

Πληρώνει, τελικά, η Χρύσα το τίμημα της συμπεριφοράς της;

Θεωρώ ότι η κακοποίηση ενός παιδιού, είναι ένα τίμημα που αφήνει σε ολόκληρη την κοινωνία ένα χρέος, που συνεχώς αυξάνεται, και για το οποίο θα όφειλε να λογοδοτεί , αναλαμβάνοντας την ευθύνη του. Ναι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Χρύσα, πληρώνει ένα τίμημα. Το ζήτημα όμως είναι, και μακάρι η σειρά να γεννήσει έναν τέτοιο στοχασμό στους τηλεθεατές, για το εάν αυτό το τίμημα που πληρώνει, ανταποκρίνεται στο πραγματικό κόστος.

Τελικά, ποια πρέπει να είναι η μητέρα της Ιωάννας; Η Χρύσα ή η Ξένια;

Η Χρύσα είναι η βιολογική μητέρα της Ιωάννας. Από αυτήν η Ιωάννα αναζητά την αγάπη, τη φροντίδα και την ασφάλεια. Όμως, για τη Χρύσα η μητρότητα είναι ένα αβάσταχτο φορτίο, ένα μισητό βάρος, που την οδηγεί στο να τιμωρεί το παιδί της, επιβάλλοντάς του να πληρώσει για τον δικό της πόνο. Η εμφάνιση της Ξένιας, έρχεται να καλύψει την μητρική αυτή αποστέρηση. Άλλωστε, η ίδια η λέξη μητέρα προσδιορίζει όχι μόνο την βιολογική σχέση αλλά και τον θεμελιώδη αυτό γονεϊκό ρόλο. Και καθότι δεν είναι όλες οι βιολογικές μητέρες “οικουμενικά” καλές ή “αρκούντος” καλές, όπως στην περίπτωση της Χρύσας, κατά τη γνώμη μου η Ξένια είναι η γυναίκα που τον εκπληρώνει. Αυτή γίνεται η πηγή της αγάπης και το καταφύγιο της μικρής Ιωάννας.

Πόσο δύσκολο είναι για μία ηθοποιό να μπει στη θέση μιας μητέρας που κακοποιεί το ίδιο της το παιδί;


Η δυσκολία για μένα, αλλά και για κάθε ηθοποιό πιστεύω, δεν έγκειται στο αν ερμηνεύει έναν αρνητικό-κακό χαρακτήρα ή έναν θετικό-καλό, αλλά στο καθαυτό υλικό που έχει στα χέρια του και στον τρόπο που καλείται να το διαχειριστεί με υποκριτικούς και καλλιτεχνικούς όρους. Η καθοδήγηση που είχα από τον Αντώνη Αγγελόπουλο, τον σκηνοθέτη μας, ήταν πολύτιμη και αποτέλεσε για μένα τον άξονα πάνω στον οποίο στήριξα την κατασκευή του ρόλου της Χρύσας.

Ο ρόλος της Χρύσας ανοίγει μεγάλη κοινωνική συζήτηση για το πώς αντιμετωπίζουμε θύματα και θύτες κακοποίησης. Γιατί πιστεύεις ότι εν έτει 2025 η κοινωνία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει συχνά με σιωπή τέτοιες ιστορίες;

Η ενδοοικογενειακή βία είναι ένα σοβαρότατο φαινόμενο που υπερβαίνει, κόντρα στα στερεότυπα, οικονομικές, κοινωνικές και μορφωτικές διακρίσεις. Δεν διακρίνει τάξεις και κοινωνικά στρώματα. Ακόμα και στις μέρες μας, ο κοινωνικός στιγματισμός, η έλλειψη ενός πλέγματος ασφαλείας που θα δημιουργούσε ένας ευρύτερος οικογενειακός και φιλικός κύκλος και κυρίως το μη επαρκές κοινωνικό πλαίσιο στήριξης, κάνουν τα θύματα να αισθάνονται αβοήθητα και απομονωμένα. Με το αίσθημα του φόβου, λοιπόν, και της ντροπής, επιλέγουν τις περισσότερες φορές τη σιωπή. Τα αμέτρητα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, αλλά και γυναικοκτονιών, καθώς και η πιθανότητα τα ίδια τα θύματα να διαιωνίσουν τη βία που έχουν εισπράξει, αποδεικνύουν πως δεν πρόκειται για μια ιδιωτική υπόθεση αλλά για κοινωνική παθογένεια, και μόνο αν αντιμετωπιστεί ως κοινωνικό ζήτημα, θα μπορέσει κάποτε να σπάσει αυτή η εκκωφαντική σιωπή.

Τι σε συγκλόνισε περισσότερο, όταν διάβασες το σενάριο για πρώτη φορά;

Μου άρεσε που πήρα στα χέρια μου ένα σενάριο που έθιγε το συγκεκριμένο θέμα. Τέτοιες ιστορίες απουσιάζουν από την ελληνική τηλεόραση, ίσως γιατί ενοχλούν. Επίσης, βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την αντιπαράθεση των δύο αυτών κόσμων, Χρύσας- Ξένιας. Η εναλλαγή από την ωμότητα και το σκοτάδι στο φως μιας αγάπης, θεωρώ ότι είναι μια διαδρομή που οι θεατές θα ακολουθήσουν τόσο με την καρδιά όσο και με το μυαλό τους.

Φέτος σε συναντάμε στο Λεωφορείο ο Πόθος και παράλληλα στην παράσταση Τα Χρόνια. Πώς ισορροπείς ανάμεσα σε δύο τόσο απαιτητικά θεατρικά projects;

Θα βρίσκομαι στην παράσταση Λεωφορείο ο Πόθος σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά που ξεκίνησε πέρυσι και θα συνεχιστεί και φέτος στη Θεσσαλονίκη (Θέατρο Αριστοτέλειον) και μετά στην Αθήνα (Θέατρο Προσκήνιο). Εγώ θα παίξω στις παραστάσεις της Θεσσαλονίκης και μετά θα ξεκινήσω πρόβες για την παράσταση Τα Χρόνια, βασισμένη στο βιβλίο της Ανί Ερνό, σε σκηνοθεσία των Ακύλλα Καραζήση και Νίκου Χατζόπουλου, που θα ανέβει αρχές Δεκέμβρη στο θέατρο Θησείον. Έτσι, θα μπορέσω να αφοσιωθώ στο κάθε project αποκλειστικά, κάτι το οποίο -ακόμα και όταν δεν υπάρχουν χρονικά κωλύματα- επιδιώκω.

Σκηνή από τις πρόβες της παράστασης, Λεοφωρείον, ο Πόθος

Ποιες είναι οι μεγαλύτερες διαφορές που νιώθεις ανάμεσα στο θέατρο και την τηλεόραση;

Για μένα η μεγαλύτερη διαφορά δεν είναι στο τεχνικό μέρος που αφορά την υποκριτική λειτουργία, όσο στην διαφορετική φύση της επαφής με το θεατή. Στο θέατρο υπάρχει το ζωντανό βλέμα και η φυσική παρουσία του θεατή που συνδιαμορφώνει την επικοινωνία σε παρόντα χρόνο, όπως σε μια πραγματική σχέση. Στον κινηματογράφο το βλέμμα του είναι μέσα στην κάμερα, δεν μπορείς να αφουγκραστείς τι βιώνει, αλλά μ’ έναν τρόπο προσπαθείς να την εμπεριέχεις.

Τι σου προσφέρει η σκηνή που δεν μπορεί να σου δώσει η κάμερα;

Το θέατρο για μένα είναι πιο κοντά στη ζωή. Συμβαίνει και τελειώνει όπως το καθετί. Περνά και χάνεται. Είναι μια κοινά βιωμένη μνήμη. Δεν προσδοκά καμία αθανασία. Όμως, μπορεί να σε κάνει, έστω και για μια πολύ μικρή στιγμή, να αισθανθείς πάνω στη σκηνή μια αίσθηση αιωνιότητας.

Αν έπρεπε να διαλέξεις μόνο ένα μέσο έκφρασης, θέατρο ή τηλεόραση, ποιο θα διάλεγες και γιατί;

Αν και η συμμετοχή μου στον κινηματογράφο μου έχει προσφέρει πολύ δυνατές εμπειρίες και συγκινήσεις, σ’ ένα τέτοιο υποθετικό δίλημμα, θα επέλεγα το θέατρο. Και για τους λόγους που προανέφερα, αλλά κυρίως για τα κείμενα που μου δίνει την ευκαιρία να έρθω σ’επαφή και να καταπιαστώ.

Υπάρχει κάποια παράσταση ή συνεργασία που θεωρείς καθοριστική στην μέχρι τώρα πορεία σου;

Δεν μπορώ να ξεχωρίσω μια συγκεκριμένη συνεργασία, γιατί κάθε μία, με τον τρόπο της, ήταν καθοριστική για μένα τη στιγμή που συνέβαινε και αναπόσπαστο κομμάτι της διαδρομής μου μέχρι τώρα.

Έχεις σπουδάσει χορό στην ΚΣΟΤ. Ποια είναι η σχέση σου σήμερα με τον χορό; Σε ακολουθεί ακόμα στην καθημερινότητά σου;

Όχι, σήμερα δεν έχω κάποια σχέση με το χορό. Πιστεύω ότι αν με ακολουθούσε στην καθημερινότητά μου, δεν θα είχε γεννηθεί και η ανάγκη μου να ασχοληθώ με την υποκριτική. Το σώμα ωστόσο, εξακολουθεί να είναι για μένα το πιο πολύτιμο εργαλείο μου, στο οποίο βασίζομαι και πάντα εμπιστεύομαι . Χαίρομαι βέβαια πολύ όταν σε κάποια παράσταση χρειάζεται να ξανασυναντηθώ με περιοχές που συγγενεύουν με την τέχνη του χορού, γιατί την αγαπώ πολύ, παρόλο που δεν την υπηρετώ.

Πώς είναι η καθημερινότητά σου εκτός γυρισμάτων; Τι σε χαλαρώνει περισσότερο;

Η καθημερινότητά μου είναι γενικά πολύ ήσυχη. Έχω χαρά όταν βρίσκομαι με τους φίλους μου αλλά μου αρέσει και να περνάω χρόνο στο σπίτι. Κάποιες φορές ένα ωραίο βιβλίο, βλέποντας ταινίες ή και να χαζολογώ. Αυτό που με χαλαρώνει περισσότερο είναι η πολύ βραδινή βόλτα που κάνω με το σκύλο μου, όταν όλες οι υποχρεώσεις έχουν τελειώσει, στην ησυχία της νύχτας.

Το μεγαλύτερο μάθημα που έχεις πάρει μέχρι σήμερα από την υποκριτική;

Τα μεγαλύτερα μαθήματα δεν τα έχω πάρει από την υποκριτική αλλά φυσικά από τη ζωή, τις εμπειρίες και την παρατήρησή της. Αυτό που προσπαθώ όμως, είναι η γνώση αυτή να τροφοδοτεί και να εμβαθύνει την δουλειά μου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Να με λες μαμά: Ένα κακοποιημένο κορίτσι, μια γυναίκα, ένα συγκλονιστικό ταξίδι μητρικής αγάπης – Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε!

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του παρόντος άρθρου και των φωτογραφιών χωρίς αναφορά στο Znews.gr με ενεργό link