Η Καίτη Γκρέυ, μια από τις σπουδαιότερες φωνές του λαϊκού τραγουδιού, σίγησε για πάντα και βύθισε στη θλίψη σύσσωμο τον καλλιτεχνικό κόσμο.
Η εμβληματική τραγουδίστρια δεν σημάδεψε μόνο την ελληνική μουσική σκηνή, αλλά και τις καρδιές όσων τη γνώρισαν.
Ανάμεσα στις πιο χαρακτηριστικές σελίδες της ζωής της ξεχωρίζει ο θυελλώδης έρωτάς της με τον Στέλιο Καζαντζίδη, έναν δεσμό που παραμένει θρυλικός.
Μέσα από τις αφηγήσεις της στη βιογραφία της «Έτσι όπως τα έζησα», που κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις Άγκυρα, ζωντανεύουν οι αναμνήσεις, από την πρώτη τους γνωριμία, μέχρι το επεισοδιακό φινάλε της σχέσης τους.
Η γνωριμία με τον Στέλιο Καζαντζίδη
«Το μαγαζί κάθε βράδυ ήταν γεμάτο. Όλη η ορχήστρα ήταν καθισμένη πάνω στο πάλκο και οι οικογένειες έρχονταν για να διασκεδάσουν με τα τραγούδια μας. Είχα παρατηρήσει λοιπόν πως κάθε Σάββατο βράδυ μια ηλικιωμένη γυναίκα ερχόταν στο μαγαζί και καθόταν σε ένα από τα πρώτα τραπέζια και περίμενε. Μόλις την έβλεπε ο Κλουβάτος, κατέβαινε από το πάλκο, πήγαινε κοντά της, της έδινε χρήματα και μετά έφευγε. Ένα από τα Σάββατα αυτά ρώτησα τον Γεράσιμο. “Βρε Γεράσιμε, ποια είναι αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα που της δίνεις χρήματα’’; ‘‘Καίτη, είναι μια ταλαιπωρημένη γυναίκα που έχει στη Μακρόνησο έναν γιο στρατιώτη και της δίνω λίγα χρήματα για να του πάρει τσιγάρα”.
Στενοχωρήθηκα έτσι όπως μου το είπε στην αρχή ο Γεράσιμος και θέλησα να τη βοηθήσω κι εγώ. “Γεράσιμε, μπορώ να της δώσω κι εγώ κάτι;” του λέω, και μου απαντάει “φυσικά”. Πράγματι, πήγαινα κοντά της όταν ερχόταν η γριούλα, την έβαζα να φάει και την κερνούσα και μια μπιρίτσα, της έδινα ένα πακέτο τσιγάρα και μετά έφευγε για να πάει στον γιο της. Όταν η κυρα-Γεσθημανή πήγαινε στη Μακρόνησο, στον γιο της τον Στέλιο, τα τσιγάρα, όλο ψέλλιζε: “Στέλιο μου, όταν έρθεις στην Αθήνα, θέλω να γνωρίσεις αυτό το κορίτσι που σου στέλνει τα τσιγάρα και τραγουδάει το “Βουνό”. Τι ωραίο κορίτσι και τι ψυχούλα…” Η επόμενη μέρα ήταν Παρασκευή, Σεπτέμβρης του ’53. Η μεγάλη έκπληξη έρχεται για μένα όταν με πλησιάζει ο Γεράσιμος μπαίνοντας στο κέντρο και μου λέει: “Καιτούλα, έλα να σε γνωρίσω με το παιδί που του στέλναμε τα τσιγάρα. Ήρθε να μας δει.
Πράγματι, πηγαίνω στο τραπέζι και βλέπω τον Στέλιο να έχει πλάι του μια κοπέλα, την Ελένη. Θυμάμαι έκανε ψύχρα και ο Στέλιος έριξε στην πλάτη της μια ζακέτα που της έφερα εγώ για να μην κρυώσει. “Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω από κοντά. Εχω ακούσει τόσο πολλά για σένα από τη μητέρα σου, που νιώθω σαν να σε ξέρω” του λέω εγώ. Το επόμενο λοιπόν βράδυ ήταν Σάββατο και ο Στέλιος αποφάσισε να φέρει στο κέντρο όπου τραγουδούσα όλο το σόι του. Ο Στέλιος, μόλις ακούει ένα ταγκό που παίζει η ορχήστρα, με κοιτάζει στα μάτια και μου λέει: “Θες να σε χορέψω ταγκό;” Κοκκίνισα. “Γιατί όχι” του απαντάω. Χορέψαμε αγκαλιασμένοι το ταγκό και προς το τέλος μού λέει στο αυτί: “Αύριο μεσημέρι θα έρθεις να φάμε σπίτι μαζί…”»
Όταν ο Καζαντζίδης γνώρισε τη Μαρινέλλα
«Ήταν Σεπτέμβρης και η Θεσσαλονίκη ετοιμαζόταν για τη Διεθνή Έκθεση. Τότε λοιπόν μας έκανε πρόταση ένας επιχειρηματίας να ανέβουμε στο κέντρο του. Ήταν οι μέρες που είχαμε τσακωθεί πάλι. “Δεν πρόκειται να πάμε πουθενά. Άμα θες, πήγαινε μόνη σου” μου απαντούσε. Η πόρτα του σπιτιού μας πίσω του κλείνει με δύναμη. Άλλος ένας καβγάς, άλλη μια στενοχώρια και ένα αγκάθι στη σχέση μας. Ο Στέλιος εξαφανίστηκε και πάλι. Είχε πάρει την κιθάρα του, δυο ρούχα και είχε ανέβει μόνος στη Θεσσαλονίκη να δουλέψει. Μάλιστα είχε κάνει και συμφωνία να πάρει αυτός ως επιχειρηματίας το μαγαζί να το δουλέψει.
Εκεί λοιπόν στη Θεσσαλονίκη πρωτογνώρισε και μια νεαρή κοπέλα, καλλίγραμμη, η οποία χόρευε πολύ ωραία και έλεγε και μερικά τραγούδια. Είχε πολύ ωραία φωνή, αλλά δεν είχε εξοικειωθεί ακόμα. Δεν είχε κάνει επιτυχίες. Ήταν η Μαρινέλλα, την οποία είχε συστήσει στον Καζαντζίδη ο Στέλιος ο Ζαφειρίου. Εγώ δεν ήξερα τίποτα όμως. Η δουλειά δεν πήγαινε καλά και ο Στέλιος πήγαινε να χρεοκοπήσει. Ομως από αυτό το σημείο αρχίζει και η αντίστροφη μέτρηση για τον χωρισμό μας…»