Στο περιοδικό Antivirus και τον Βασίλη Θανόπουλο παραχώρησε συνέντευξη η Ρένια Λουιζίδου και μεταξύ άλλων αναφέρθηκε και την επαγγελματική της πορεία και το μοτίβο των ρόλων της.

Αν σας ζητούσα να τοποθετήσετε μια πινέζα σε πράγματα που έχετε κάνει καλλιτεχνικά και τα αναγνωρίζετε ως σημαντικά, που θα βάζατε την πινέζα;

Αυτό είναι δύσκολο, γιατί τα πράγματα που θεωρώ σημαντικά δεν σημαίνει ότι είναι απαραίτητα και επιτυχημένα. Δεν έχει να κάνει καν με την επιτυχία. Μπορείς να φας τα μούτρα σου με κάτι και να πάρεις ένα μήνυμα από αυτό που, όχι πινέζα, ολόκληρο βιβλιοπωλείο θα έβαζες… Όπως και να έχει, θα έβαζα στους «Απαράδεκτους» γιατί ήταν η αρχή και με έβαλε στον χάρτη. Θα έβαζα στο «Στο νυφικό κρεβάτι» με τον Νίκο Σεργιανόπουλο. Όχι για το πολύ σουξέ που έκανε, αλλά γιατί ήταν η πρώτη φορά στο θέατρο που αισθάνθηκα ότι δικαίως πατώ τη σκηνή. Μπορώ να πω ότι μέχρι αυτή την παράσταση, ενώ είχαν περάσει 12 χρόνια στη δουλειά, είχα ακόμη δεύτερες σκέψεις με το αν έχω κάνει καλά που έγινα ηθοποιός. Εκεί αισθάνθηκα ότι είμαι στο σωστό μέρος. Θα έβαζα στο «Καφέ της Χαράς», γιατί αν και μέχρι τότε είχα βιώσει αυτό που λέμε τηλεοπτική επιτυχία, εκεί έγιναν πιο προσωπικά τα πράγματα μιας και ήμουν ο ένας από τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες. Είχα την ευθύνη. Θα έβαζα στην «Πολίτικη Κουζίνα» γιατί ήταν θυελλώδες αυτό που συνέβη. Έπαθε ο κόσμος συναισθηματική εμπλοκή και μια συλλογική μνήμη αναδύθηκε με αυτή την ταινία. Θα έβαζα επίσης στο «Τίμημα», την παράσταση με τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο, τον Σκιαδαρέση και τον Χρήστο Σαπουτζή. Ένα δύσκολο και βαρύ έργο. Δύο χρόνια απόλαυσης σκηνικής, σύμπνοιας θιάσου, απόλυτης αποδοχής από τον κόσμο, με δύσκολα πράγματα να πρέπει να γεμίσεις ένα θέατρο. Τέλος, θα έβαζα και στο «Σόι», γιατί κράτησε πάρα πολύ καιρό. Κοντέψαμε να ταυτιστούμε με τους ρόλους. Και ήταν ο πρώτος ρόλος, που με πήγε στην επόμενη ηλικία.

Τι εννοείτε;

Μέχρι τότε ήμουν το «κορίτσι που ήθελε το αγόρι». Ήμουν αυτό το κλισέ στην τηλεοπτική μυθοπλασία. Εκεί έκανα το βήμα και δεν ήμουν το κορίτσι που ήθελε το αγόρι. Και ενώ η πληροφόρηση που είχα από το περιβάλλον ήταν ότι μιλάμε για μια στιγμή που σε πληγώνει, δεν με πλήγωσε καθόλου. Να σκεφτείς όταν με πήραν τηλέφωνο για να μου προτείνουν τον ρόλο, δεν ήξεραν πώς να μου το φέρουν. Γιατί είχε να κάνει με μια γιαγιά. Βέβαια, ήταν μια λαϊκή γυναίκα που είχε παντρευτεί από τα 17. Δηλαδή τα νούμερα έβγαιναν μια χαρά με μένα (γέλια), αλλά δίσταζαν να μου το πουν για να μην προσβληθώ. Καλά, εμένα δεν με προσβάλλουν τέτοια πράγματα, το σκέφτηκα και είπα «ναι». Είχε τόσο πλάκα όλο αυτό. Αντέγραψα τη μάνα μου και την γιαγιά μου 100% και το καταευχαριστήθηκα κάνοντας τη «Χαρούλα» και επιβεβαίωσα ότι, ενώ στο θέατρο υπάρχουν πολλοί ωραίοι ρόλοι – οι ωραιότεροι ρόλοι – για τις μεγαλύτερες γυναίκες (παρότι κι αυτό ανδροκρατούμενο είναι από ρεπερτόριο), στην τηλεόραση και στο σινεμά το πρόβλημα είναι πολύ μεγάλο. Δεν μιλάμε απλά για στερεοτυπική αντιμετώπιση, αλλά για κάτι θηριώδες.

Έχετε απορρίψει ρόλους εξαιτίας αυτής της στερεοτυπικής αντιμετώπισης;

Φυσικά. Σχεδόν όλες οι γυναίκες μετά τα 45 στην τηλεοπτική μυθοπλασία είναι «κακούργες» και «δολοπλόκες» που χειραγωγούν. Είναι εμμονικό και ενοχλητικό αυτό το πράγμα.

Διαβάστε επίσης

Ρένια Λουϊζίδου: «Είμαι πολλά χρόνια με τον άντρα μου και η σχέση μετακινείται, δεν είναι ίδια που ήταν πριν 20 χρόνια»