Σε μια εποχή όπου οι γυναίκες έπρεπε να μιλούν χαμηλόφωνα και να περπατούν σκυφτές, η Ζωή μπήκε στο Δεληγιάννειο Παρθεναγωγείο σαν αέρας ελευθερίας.

Δεν ήταν μόνο μια καθηγήτρια που ήθελε να διδάξει γράμματα· ήταν μια γυναίκα που δίδασκε ζωή. Κι αν η σειρά είναι ακόμα ζωντανή στη μνήμη μας, είναι γιατί η Ζωή δεν ήταν απλώς χαρακτήρας. Ήταν δήλωση!

Η Ζωή, από το πρώτο κιόλας επεισόδιο, φώναξε – χωρίς ποτέ να υψώσει τη φωνή της – ότι δεν πρόκειται να χωρέσει στα κουτάκια των άλλων. Δεν ενδιαφέρθηκε να γίνει αρεστή. Δεν προσποιήθηκε πως είναι πιο σεμνή ή πιο υπάκουη απ’ όσο ένιωθε. Δεν φοβήθηκε να κοιτάξει στα μάτια άντρες και γυναίκες που προσπαθούσαν να της εξηγήσουν «τη θέση της».

Τη θεωρούσαν σχεδόν ανήθικη – όχι γιατί έκανε κάτι ανάρμοστο, αλλά γιατί τολμούσε να σκέφτεται, να μιλά, να υπάρχει. Και για την εποχή εκείνη, αυτό από μόνο του ήταν επανάσταση.

Αυτή θα μπορούσε να είναι η φράση-περίληψη όλου του ρόλου της. Γιατί ό,τι έκανε η Ζωή – η τόλμη, η σκέψη, η αλήθεια της – αν τα έκανε άντρας, θα χειροκροτούνταν. Εκείνη, όμως, σχολιαζόταν, κατακρινόταν, περιθωριοποιούνταν. Κι όμως δεν λύγισε.

Η Ζωή δεν χρειαζόταν να μιλήσει για φεμινισμό – τον ζούσε, τον εκπροσωπούσε, τον ενσάρκωνε. Σε κάθε της κουβέντα, σε κάθε της αντίδραση, σε κάθε στιγμή που επέλεγε να σταθεί όρθια εκεί που όλοι την ήθελαν καθισμένη και σιωπηλή.

Δεν μπήκε απλώς σε μια τάξη. Μπήκε σ’ έναν κόσμο που χρειαζόταν αλλαγή – και τον ανατάραξε. Μιλούσε στις μαθήτριες για ισότητα, για σκέψη, για το δικαίωμα να ονειρεύονται και να επιλέγουν. Και τους το δίδασκε όχι από καθέδρας, αλλά με το παράδειγμά της. Ήταν το «μητρικό πρότυπο» που δεν βασίστηκε σε φόβο, αλλά σε σεβασμό.

Όχι επιπόλαια, όχι ρομαντικά με την κλασική έννοια. Η Ζωή αγάπησε τον Μίμη Μεταξά χωρίς να υποχωρήσει ούτε ένα χιλιοστό απ’ όσα ήταν. Δεν έγινε «γυναίκα του διευθυντή«. Δεν έγινε «μικρή και ταπεινή» μπροστά στον άντρα που ένιωσε κάτι για εκείνη. Και όταν ήρθε η στιγμή της απώλειας, όταν εκείνος οδηγήθηκε για εκτέλεση, δεν φώναξε, δεν κατέρρευσε.

Πήγε και του στάθηκε. Με ένα βλέμμα που έλεγε όλα όσα δεν είχε ειπωθεί. Και με μία ατάκα που σπάει ακόμη και τώρα τις άμυνες:

«Ήσασταν ο μόνος που με αγάπησε γι’ αυτό που είμαι. Όχι γι’ αυτό που θα ήθελαν οι άλλοι να είμαι.»

Μια γυναίκα που τόλμησε να διεκδικήσει χωρίς να θυσιάσει την αξιοπρέπειά της. Μια δασκάλα που δίδαξε ελευθερία. Ένα τηλεοπτικό πρόσωπο που απέδειξε ότι η δύναμη του χαρακτήρα δεν χρειάζεται σκηνές και φωνές – χρειάζεται αλήθεια.

Σε έναν κόσμο που ακόμα ψάχνει πώς να πει τη λέξη «γυναίκα» χωρίς να τη φορτώνει με προσδοκίες, η Ζωή του Δεληγιάννειου Παρθεναγωγείου παραμένει σημείο αναφοράς. Γιατί ήταν μπροστά από την εποχή της – και τελικά, ίσως να είναι μπροστά κι από τη δική μας.