Υπάρχουν κάποια πράγματα που μοιάζουν φτιαγμένα για να κρατάνε το καλοκαίρι λίγο παραπάνω. Το καρπούζι με φέτα. Η μυρωδιά του αντηλιακού πάνω σε αλμυρό δέρμα. Και το θερινό σινεμά, με τις καρέκλες σκηνοθέτη, τις γιασεμιές και την πανσέληνο για προβολέα.
Κάθε καλοκαίρι, μόλις πέσει λίγο η θερμοκρασία και αρχίσει να μυρίζει νύχτα, κάτι μας τραβάει προς την ανοιχτή προβολή. Είναι η νοσταλγία; Είναι το παγωμένο αναψυκτικό σε μεταλλικό τραπεζάκι; Ή μήπως το ότι ξέρουμε πως, ακόμη κι αν δεν μας ενθουσιάσει η ταινία, η βραδιά θα μείνει αξέχαστη;
Τα θερινά σινεμά είναι εμπειρία. Δεν βλέπεις απλώς μια ταινία. Τη ζεις, τη μοιράζεσαι. Ακούς τα τζιτζίκια να μπλέκονται με τους διαλόγους. Μυρίζεις ποπ κορν και νυχτολούλουδο. Βλέπεις τα φώτα των μπαλκονιών να αναβοσβήνουν σαν κομπάρσοι στο φόντο.
Κι υπάρχει πάντα ένας ρομαντισμός στον αέρα — σχεδόν κινηματογραφικός από μόνος του. Το θερινό σινεμά σε ταξιδεύει σε μια άλλη εποχή, πιο αθώα, πιο γλυκιά, πιο απλή. Σαν να βρίσκεσαι ξαφνικά μέσα σε μια παλιά ελληνική ταινία, όπου όλα μοιάζουν λίγο πιο ξάστερα και λίγο πιο… ερωτεύσιμα.
Είναι και κάτι άλλο, ίσως πιο βαθύ: στο θερινό σινεμά αφήνεσαι. Δεν πας απλώς να δεις ένα έργο — πηγαίνεις να χαθείς για λίγο. Να ξεχαστείς. Να αγαπηθείς, να συγκινηθείς, να γελάσεις. Κι όλα αυτά κάτω από τ’ αστέρια, χωρίς φίλτρα, χωρίς streaming, χωρίς swipe.
Γι’ αυτό και κάθε χρόνο, όταν ανοίγουν τα πρώτα θερινά, ξαναγινόμαστε λίγο παιδιά. Γιατί κάπου εκεί, μέσα στην απλότητα μιας βραδινής προβολής, ξέρουμε πως το καλοκαίρι μάς ανήκει.
Διαβάστε επίσης: Love and Gelato – Κριτική: Πάρε παγωτό, ξάπλωσε και ερωτεύσου α λα ιταλικά… χωρίς ενοχές!