Ένα χρόνο πριν, ο Edward Berger (a.k.a. ο τύπος που μας έκανε να κλαίμε με το All Quiet on the Western Front) έστηνε μαζί με ένα αψεγάδιαστο καστ το Κονκλάβιο — ένα ιντριγκαδόρικο πολιτικό θρίλερ για όσα συμβαίνουν πίσω από τις βαριές πόρτες του Βατικανού.
Ένα χρόνο μετά, ο Πάπας Φραγκίσκος πεθαίνει. Και ξαφνικά, μια ταινία που μέχρι πριν λίγες μέρες ήταν «για τους φίλους του είδους», γίνεται το talk of the town. Οι πλατφόρμες τρίβουν τα χέρια τους, καθώς τα views εκτοξεύονται – ε , θα πέσει φωτιά να μας κάψει – και ένα νεοσύστατο… «ριάλιτι διαδοχής» μονοπωλεί το ενδιαφέρον μας.
Κι ενώ οι εικασίες για τον νέο Ποντίφικα δίνουν και παίρνουν, το Βατικανό, όλα έχουν πάρει τον δρόμο τους. Η σύνοδος του κονκλαβίου ξεκινά στις 7 Μαΐου. Το πρωί, οι καρδινάλιοι θα παραστούν στη λειτουργία στη βασιλική του Αγίου Πέτρου — το απόγευμα, όσοι είναι κάτω των 80 ετών θα κλειστούν στην Καπέλα Σιξτίνα για να εκλέξουν τον νέο Πάπα. Πίσω από κλειστές πόρτες. Με ψήφους, και… πάρα πολλή διπλωματία. Ή αλλιώς: House of Cards – Vatican edition.
Στα της ταινίας τώρα έχουμε και λέμε: Ατμοσφαιρικές σεκάνς, με τη σκηνοθεσία του Μπέργκερ να ισορροπεί ιδανικά ανάμεσα στην θεσμική αναπαράσταση και την ψυχολογική ένταση. Το φιλμ δεν επιδιώκει εντυπωσιασμούς. Χτίζει σασπένς με σιωπές, βλέμματα και… υπόγεια συγκρούση χαρακτήρων. Το μοντάζ αυστηρό, χωρίς φανφάρες, κρατά τον ρυθμό σταθερό, επιτρέποντας στους θεατές να βυθιστούν σταδιακά στο κλειστοφοβικό περιβάλλον της Καπέλα Σιξτίνα.
Από πλευράς ερμηνειών, η ταινία παίζει με υψηλό καστ – αυτό το έχεις καταλάβει.
Ο Ralph Fiennes ενσαρκώνει με στιβαρότητα τον καρδινάλιο Lawrence, διαχειριζόμενος με ακρίβεια την ψυχραιμία και το βάθος ενός ανθρώπου που ισορροπεί ανάμεσα στην πίστη και την πολιτική. Επιστρατεύοντας ως καμβά ένα πρόσωπο που παραμένει ήρεμο σε όλη την ταινία, επικεντρώνεται στους χρωματισμούς της φωνής τους, στο βλέμμα, αλλά και στις σιωπές για να αναδείξει το βάρος της θέσης του. Από την άλλη, ο Stanley Tucci προσφέρει μια ερμηνεία χειρουργικής ακρίβειας. Ως καρδινάλιος Μπελίνι, εκπροσωπεί την προοδευτική πτέρυγα με μια διακριτική επιθετικότητα και πνευματική ευστροφία, φέρνοντας στο προσκήνιο τη σύγκρουση ανάμεσα στο δόγμα και την εξέλιξη.
Ο Sergio Castellitto ενσαρκώνει ιδανικά τον φανατικά παραδοσιακό καρδινάλιο Τεντέσκι, αποδίδοντας με αυστηρότητα και αξιοσημείωτη πειθώ την εμμονή στην αδιαπραγμάτευτη γραμμή της Εκκλησίας. Με τη σειρά του, ο John Lithgow, σε πιο ήπιους τόνους, προσδίδει στο πρόσωπό του μια σταθερότητα και έναν στοχαστικό ρεαλισμό, λειτουργώντας ως ο ενδιάμεσος κρίκος σε έναν χώρο όπου η πολυφωνία γίνεται συγκρουσιακή. Ο Lucian Msamati υποστηρίζει με ωριμότητα και ενσυναίσθηση τον ρόλο του καρδιναλίου Αντεγιάμι. Η ήρεμη παρουσία του, απαλλαγμένη από επιτήδευση, λειτουργεί ως αντίβαρο στις ακραίες θέσεις των υπολοίπων.
Και για επίλογο, θα σε αφήσω με ένα grand «τυράκι»!
Στο τελευταίο δεκάλεπτο σκάει Η αποκάλυψη. Η σκηνή που σε κάνει να κοντοκαθίσεις. Εκείνη η σκηνή που λες «δεν μπορεί, δεν το έκαναν τώρα αυτό», κι όμως, το έκαναν. Το μόνο που θα σου πω είναι το εξής: Μετά τους τίτλους τέλους δεν σηκώνεσαι. Κάθεσαι.