«Να ‘σαι καλά εκεί πάνω, Τάκη και ελπίζω να με συγχωρήσεις»
Δεν Κρίνω...

«Να ‘σαι καλά εκεί πάνω, Τάκη και ελπίζω να με συγχωρήσεις»

«Να ‘σαι καλά εκεί πάνω, Τάκη και ελπίζω να με συγχωρήσεις»

Έχω πάρει πολλές συνεντεύξεις, είναι ίσως το κομμάτι της δουλειάς μου που μου αρέσει περισσότερο. “Σκάβεις” στην ψυχή και στο μυαλό του άλλου, ανακαλύπτεις τα κλειδιά που θα ανάψουν πράσινο, ώστε να ξετυλίξεις κομμάτια του ανθρώπου που έχεις απέναντί σου.

Έχω μια φιλοσοφία. Παλιά οι μεγαλύτεροι ημών μάς έλεγαν πως δεν υπάρχουν κακές ερωτήσεις, αλλά μόνο κακές απαντήσεις. Εγώ το βλέπω λίγο διαφορετικά. Το καταλαβαίνω και από μένα που δίνω σπάνια συνεντεύξεις. Όταν ο άλλος πει το “ναι”, είναι διατεθειμένος να μιλήσει για τα πάντα. Το μόνο που απαιτεί, είναι η ευγένεια και η καλή πρόθεση και όλο αυτό να γίνεται με σεβασμό και αγάπη προς αυτόν που έχεις απέναντι σου.

Όχι, δεν κάνω μάθημα, ούτε δίνω συμβουλές προς… ναυτιλομένους της δημοσιογραφίας. Εξάλλου και ποιος είμαι εγώ; Άλλοι μας κρίνουν όλους.

Απλά να. Όταν κάναμε την πρώτη σύσκεψη για την εκπομπή πριν από κανένα μήνα, ένας από τους πρώτους που ζήτησα από τους συνεργάτες μου να μου κλείσουν για συνέντευξη ήταν ο Τάκης Σπυριδάκης. Τον πήρε τηλέφωνο η Παυλίνα. «Ο Τάκης δεν είναι καθόλου καλά» μου ‘πε. «Ξαναγύρισε η αρρώστια, δίνει μεγάλη μάχη και μου ‘πε να σου πω πως σε αγαπά και σε εκτιμά πολύ και μόλις γίνει καλά και πάλι, θα είσαι ο μόνος που θα ξαναμιλήσει».

Δάκρυσα. Ήθελα να τον πάρω και ‘γω τηλέφωνο να του πω δυο κουβέντες. Κώλωσα. Ντράπηκα. Αισθάνθηκα άβολα. Δεν το ‘κανα και όπως καταλαβαίνετε το ‘χω μετανιώσει. Κωλοαρρώστια. Τη νικάς και ζεις μια ζωή με το άγχος αν θα ξαναγυρίσει και αν και η επόμενη μάχη θα ‘ναι νικηφόρα.

Είδα όλα τα σάιτ αυτές τις μέρες να παίζουν την τελευταία του συνέντευξη που μου ‘χε δώσει στο Late Night στον ΑΝΤ1. Τον Τάκη όλοι εμείς οι λίγο παλαιότεροι τον είχαμε γνωρίσει από τη «Γλυκιά συμμορία» του Νικολαΐδη και όχι από τον “Αγαπούλα” η τον “Μπαλούρδο” της  “Λούφας”.

Ήταν εμβληματική φιγούρα για τη γενιά μας και τον θαύμαζα πολύ. Σε μια λοιπόν συνέντευξη που κάναμε στο “Πρωινό” με τη Φαίη, είχαμε την ευκαιρία να τα πούμε όλα αυτά εκτός κάμερας. Και κάπως έτσι ήρθαμε αρκετά κοντά οι δυο μας.

Όταν λοιπόν του ‘χα ζητήσει συνέντευξη για το βραδινό, με πήρε ο ίδιος τηλέφωνο, βρεθήκαμε, μου μίλησε για όλη την περιπέτειά του, για το πώς το βίωσε και ότι είχε ανάγκη να τα πει, για να γίνει παράδειγμα προς μίμηση, ότι δεν πρέπει να το βάζουμε ποτέ κάτω.

Συγκινηθήκαμε και οι δυο. Κλάψαμε, γελάσαμε, ήπιαμε και κάνα δυο ουίσκια -εγώ δεν πίνω ποτέ, για τον Τάκη που θαύμαζα έκανα εξαίρεση- και κάπως έτσι έγινε εκείνη η συνέντευξη- εξομολόγηση. Και για κάτι τέτοιες στιγμές λες πως αξίζει αυτή η δουλειά. Για τις στιγμές που δίνεις το γήπεδο να περάσει τα μηνύματα που θέλει ο καλεσμένος. Για τις στιγμές που αισθάνεσαι και συ ότι λυτρώνεσαι μέσα από αυτές τις συζητήσεις,

Να ‘σαι καλά εκεί πάνω, ρε Τάκη. Είσαι ένας από τους πιο γλυκούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Θα σ’ εκτιμώ και θα σε αγαπάω πάντα. Και ελπίζω να με συγχωρήσεις που δεν είχα τα κότσια να στο πω ένα μήνα πριν, που έπρεπε.

Και για να αλλάξω θέμα, γιατί η ζωή προχωράει και οφείλουμε και ‘μεις μαζί της.  Διχάστηκε και πάλι η κοινή γνώμη -όχι και πράγμα σπάνιο για τη χώρα μας- με τις δηλώσεις του τραγουδιστή Καλίδη περί ομοφυλοφιλίας.

Και να το ξεκαθαρίσω από την αρχή, αν και τα ‘χω ξαναγράψει και τα ‘χω ξαναπεί. Οι δηλώσεις ήταν πέρα για πέρα λανθασμένες. Άστοχες, ατυχείς και τελείως σε λάθος δρόμο και πραγματικά λυπάμαι που υπάρχουν άνθρωποι που σκέφτονται ακόμα έτσι.

Όμως κυρία μου, από την άλλη είναι σωστό και δίκαιο, όλοι αυτοί οι “αναμάρτητοι”, που στέκονται με την πέτρα του δημόσιου λιθοβολισμού στο χέρι, να απαξιώνουν και να κοροϊδεύουν τον άνθρωπο και όχι τις απόψεις του; Και ποιοι ακριβώς είναι όλοι αυτοί οι δημόσιοι κατήγοροι και ποιος ακριβώς τους όρισε και τους έδωσε τη δικαιοδοσία να κατατάσσουν τους ανθρώπους σε αυτούς που έχουν δικαίωμα να έχουν λόγο και σε αυτούς που δεν έχουν;

Δηλαδή ο έντεχνος τραγουδιστής έχει δικαίωμα να ομιλεί, ενώ αυτός που λέει το «κουπεπε» που κοροϊδεύεις, δεν έχει δικαίωμα να πει, την προφανέστατα λανθασμένη, άποψή του;

Γιατί αν όλο αυτό δεν είναι ο ορισμός του φασισμού, ποιος ακριβώς είναι; Εκτός αν όλοι εσείς, οι αυτόκλητοι κήνσορες, συμφωνείτε με τις απόψεις  γνωστού ποινικολόγου ότι οι ψήφοι των ομοφυλοφίλων και τον τσιγγάνων είναι υποδεέστερες των άλλων. Συμφωνείτε δηλαδή ότι η ψήφος του φίλου μου του Κότσιρα ας πούμε, θα πρεπε να μετράει περισσότερο από την ψήφο του Καλίδη;

Άλλο, κυρία μου, έχω λάθος άποψη και πρέπει να την αλλάξω και άλλο επειδή έχω λάθος άποψη πρέπει να με πετάξουν στον κοινωνικό καιάδα, κοροϊδεύοντας και απαξιώνοντας την προσωπικότητά μου.

Και επειδή στη ζωή πριν από το αποτέλεσμα θα πρέπει να δούμε και τις προθέσεις, να συμφωνήσουμε, κυρία μου, σε κάτι.

Όταν κάποιος έχει, ρε παιδί μου, λάθος απόψεις, επειδή έτσι του παν οι γονείς του, επειδή βρίσκεται σε πλάνη, επειδή δεν έχει ενημερωθεί σωστά ή ακόμα ακόμα επειδή δεν έχει την παιδεία να αντιληφθεί κάποια πράγματα, εμείς οι σωστοί, δεν πρέπει να του δείξουμε, να του απο-δείξουμε, γιατί είναι λάθος αυτός και σωστοί όλοι εμείς οι άλλοι;

Και πώς ακριβώς το κάνουμε όλο αυτό; Δείχνοντάς τον με το δάχτυλο του στιγματισμού; Βάζοντας στάμπα με καυτηριασμένο σίδερο σε εμφανές σημείο, ότι αυτός είναι ο χαλασμένος και εμείς οι άλλοι οι σωστοί;

Και εμείς οι σωστοί, αν πραγματικά είμαστε σωστοί, δουλειά μας δεν είναι με τα επιχειρήματά μας να φέρουμε και τον πλανεμένο στον σωστό δρόμο και στις σωστές απόψεις;

Εκτός και αν το bullying, κυρία μου, έχει και αυτό δυο όψεις. Και όταν γίνεται από τους «εκλεκτούς και αποδεκτούς» της σύγχρονης διανόησης των social, είναι απολύτως σεβαστό.

Προσέξτε το όλο αυτό κάποιοι, γιατί πέφτετε στο λάθος για το οποίο κατηγορείτε τους άλλους. Και συγγνώμη που θα σας απογοητεύσω, αλλά  η κοινωνία μας δεν έχει καμία ανάγκη από όλους εσάς, τους νεόκοπους “ιεροεξεταστές” του Instagram.