«Η απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας»
Nikopolis Blog

«Η απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας»

«Η απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας»

Ο Νίκος Γεωργιάδης ρίχνει φως στις αθέατες πτυχές της φήμης

«Η απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας». Αυτός ήταν ο ελληνικός τίτλος του best seller βιβλίου The bonfire of the vanities του Τομ Γουλφ, που κυκλοφόρησε το 1987 και τρία χρόνια μετά έγινε ταινία με τον Τομ Χανκς, τη Μέλανι Γκρίφιθ και τον Μπρους Γουίλις, σε σκηνοθεσία του Μπράιαν Ντε Πάλμα. Επρόκειτο για να μία γλυκόπικρη σάτιρα της αμερικάνικης γενιάς της Wall Street, που σε νεαρή ηλικία βρέθηκαν με πολλά χρήματα, υψηλές γνωριμίες, πάρτι με κοκαϊνη και μια ψευδή αίσθηση ότι η εύκολα αποκτηθείσα ευημερία τους δεν θα τελειώσει ποτέ.

Τελικά η ταινία δεν προκάλεσε μεγάλη αίσθηση όσο ο πομπώδης τίτλος της, που έμελλε να χρησιμοποιηθεί πολλές φορές ως παράδειγμα για να περιγράψει ένα φαινόμενο που φαίνεται να είναι πιο επίκαιρο από ποτέ: Την αδικαιολόγητη έπαρση που αποκτάει ο άνθρωπος με ελλιπή παιδεία συνήθως (ασχέτως μορφωτικού επιπέδου), όταν κερδίζει δύναμη και εξουσία.

Τα social media διόγκωσαν αναπόφευκτα τα επιφανειακά συναισθήματα κοινωνικής καταξίωσης, αντικαθιστώντας πολλές φορές ακόμα και την έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου για πραγματική αγάπη. Η δημοφιλία ορίζεται πλέον από τους followers και τον αριθμό των likes. Ακόμα και όσοι κατηγορούν τον όρο infuencer, αναγνωρίζουν πώς με μια «πετυχημένη» διαχείριση ενός λογαριασμού μεταφράζεται σε χρήματα που αυξάνονται ανάλογα με την απήχηση που έχουν οι αναρτήσεις τους.

Η νέα γενιά των εγχώριων celebrities, για να πάμε λίγο και στα δικά μας τα χωράφια, καλούνται πλέον να έχουν να ενδυναμώσουν το Instagram τους ώστε να κερδίσουν ακόμα και μια θέση στην τηλεοπτική αρένα -για την ακρίβεια  πολλές παρουσιάστριες ξοδεύουν πλέον πιο πολύ χρόνο για το Instagram τους παρά για την κανονική τους δουλειά, αφού το πρώτο τους αποφέρει περισσότερα χρήματα.

Αυτές φυσικά καλά κάνουν, έτσι κι αλλιώς είναι ήδη πετυχημένες και τα καθημερινά πληρωμένα τους giveaways κάνουν το -γυναικείο- κοινό να τις ακολουθεί πιστά με την ελπίδα να κερδίσουν κι αυτές μια μέρα το «υπέροχο φόρεμα της εταιρείας Τσίλι» που δείχνει ακόμα πιο εντυπωσιακό στις άψογα ρετουσαρισμένες σιλουέτες τους. Εξάλλου η σωστή infuencer πληρώνει με τον μήνα συνήθως τον προσωπικό της φωτογράφο που επιμελείται και την επεξεργασία των φωτογραφιών της.

Σημεία των καιρών που δεν τα κατηγορούμε, απλά τα επισημαίνουμε. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν η δημοφιλία στα social media και τα αποθεωτικά σχόλια των followers που ονειρεύονται να αγγίξουν από κοντά τον διάσημο και να λουστούν με την αστερόσκονή του με μια στιγμιαία selfie που θα τους κάνει να νιώσουν και εκείνοι ξεχωριστοί, κάνουν επίσης την τηλεπερσόνα να άγεται και να φέρεται σαν παιδί ενός ανώτερου θεού.

Όταν ζεις αυτούς τους ανθρώπους μακριά από τα φώτα, το πρώτο πράγμα που διακρίνεις είναι η ανασφάλειά τους και η αγωνία τους να έχουν τον πλήρη έλεγχο της εικόνας τους και στα Μέσα, τα οποία φτάνουν να θεωρούν προέκταση των δικών τους social media.

«Δεν έχω ανάγκη τα περιοδικά, έχω πολλαπλάσιους followers από τις πωλήσεις σας» είναι μια από τις φράσεις που έχω ακούσει σε ένα ξέσπασμα γνωστού και αγαπητού προσώπου στο ευρύ κοινό. Πρόσωπο άκρως ελκυστικό που έχτισε το όνομά του κυρίως με την (υπερ)έκθεση της προσωπικής του ζωής και επαγγελματικών συμπεριφορών που -ας πούμε ότι- δεν προκαλούν τη βαθιά εκτίμηση του χώρου.

Πριν από λίγα χρόνια ο διάσημος δεν τολμούσε καν να ζητήσει να δει τις φωτογραφίες και το κείμενο μιας συνέντευξης πριν δημοσιευτούν, τώρα απλά το απαιτεί. Ίσως γιατί κάποιοι έκαναν την κακή αρχή και τους “χάιδεψαν” αυτές τις ανασφάλειες ή κάποιοι άλλοι “αλεξιπτωτιστές” του χώρου δεν τους σεβάστηκαν και δημοσιεύσαν λόγια που δεν είχαν πει ή έκαναν τέτοιο ρετούς στις λήψεις τους που δεν αναγνώριζαν ούτε οι ίδιοι τους εαυτούς τους.

Η ανάγκη για τον απόλυτο έλεγχο της εικόνας φτάνει κάποιες φορές σε απαιτήσεις αστείες: Πριν από λίγο καιρό συνεργάτης πολύ δημοφιλούς προσώπου μας ζητούσε να δεσμευτούμε γραπτώς για τα τετραγωνικά εκατοστά που θα καταλαμβάνει η φωτογραφία του στο εξώφυλλο!

Ανάλογα τέτοια παραδείγματα απαιτήσεων έχουμε να διηγηθούμε πολλά: Να μην είναι άλλος συνάδελφος στο εξώφυλλο, να φοράω τα κομμάτια της εταιρείας που προωθώ, να πληρωθώ για ποζάρω με το παιδί μου, να μου προσθέσετε μαλλιά (αν είναι άντρας), να μου βάψετε τη ρίζα (αν είναι γυναίκα), ενώ πολλές φορές έχει τύχει φωτογραφιζόμενος να παραγγέλνει σε μια φωτογράφιση να φάει και να πιει ό,τι πιο ακριβό στον κατάλογο και μετά να εξαφανίζεται αφήνοντας να πληρώσουν τον λογαριασμό οι άμοιροι στιλίστες που συνήθως φεύγουν τελευταίοι!

Ανάλογα αμήχανα περιστατικά  θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν και πολλοί συνάδελφοι που δουλεύουν στο διαδίκτυο αφού δεν είναι λίγες οι φορές που έχουν δεχτεί επιθετικά, υβριστικά έως και απειλητικά τηλεφωνήματα από celebrities που δεν ήταν ευχαριστημένοι με έναν τίτλο ή ακόμα και με τη φωτογραφία (και πάλι μιλάμε για αξιοπρεπή sites και όχι ιστοσελίδες χαμηλού επιπέδου και αισθητικής).

Παρόλα αυτά μετά από 21 χρόνια σε αυτή τη δουλειά, δεν απαξιώνω τις διασημότητες. Γιατί αυτοί κάνουν τη δουλειά τους και εμείς τη δική μας. Γιατί, καλώς ή κακώς, έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλον. Γιατί αρκετοί από αυτούς είναι πραγματικά καλά παιδιά, που απλά κερδίζουν πιο πολλά χρήματα. Απλά, όπως συμβαίνει και με όλα τα παιδιά, πολλές φορές γκρινιάζουν, κάνουν μούτρα και μετά το ξεχνάνε. Και γιατί όποιοι πραγματικά δεν αξίζουν στο τέλος μπαίνουν μόνοι τους τιμωρία στη γωνία.

Υ.Γ.: Και επειδή κάποιος μπορεί να ζηλεύει τη λαμπερή ζωή τους, σας ορκίζομαι λόγω εμπειρίας, ότι αυτή η λάμψη συνοδεύεται πάντα από ένα, μικρό ή μεγάλο τίμημα. Όπως ακριβώς στην ταινία που σας έλεγα στην αρχή….