Εδώ και δύο 24ωρα το όνομα του Δημήτρη Λιγνάδη μονοπωλεί το ενδιαφέρον του δημοσιογραφικού και του καλλιτεχνικού κόσμου. Ένα από τα πράγματα που με εντυπωσίασε περισσότερο είναι η «συγγνώμη» της Ναταλίας Γερμανού στο κοινό της, όταν η ίδια η υπουργός Πολιτισμού απέφυγε να χρησιμοποιήσει αυτή τη λέξη, έστω και αν δεν την πίστευε. Γιατί αν την πίστευε, σίγουρα θα την είχε χρησιμοποιήσει. Η Ναταλία, από την άλλη, επειδή είχε φιλοξενήσει τον κατηγορούμενο παλιότερα στην εκπομπή της και είχε εκφραστεί εγκωμιαστικά για εκείνον, αισθάνθηκε την ανάγκη να απολογηθεί.
Η Λίνα Μενδώνη αυτή τη στιγμή δείχνει να μην έχει πολλούς συμμάχους και η απομάκρυνσή της πλέον φαντάζει ως μόνη αποδεκτή λύση. Το θέμα δεν ήταν αν και τι γνώριζε, αλλά η επιλογή της και η αρχική στήριξή της στο πρόσωπό του μετά τις πρώτες καταγγελίες, αφού ο Δημήτρης Λιγνάδης είχε απομακρυνθεί ήδη μία φορά από το Εθνικό αλλά και από άλλη σχολή που δίδασκε λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς.
Αυτό που έχουμε πια καταλάβει όλοι είναι ότι ένα αξιοσημείωτο ποσοστό του καλλιτεχνικού χώρου δεν έπεσε και από σύννεφα με το σκάνδαλο Λιγνάδη. Οι φήμες υπήρχαν εξάλλου εδώ και πολλά χρόνια. Συζητιόντουσαν στις παρέες. Προφανώς και κανείς (ελπίζω) δεν γνώριζε πόσο σοβαρά ήταν τα πράγματα, ούτε ήταν μπροστά, πράγμα που επισύρει επίσης νομικές κυρώσεις σε περίπτωση που αποδειχτεί. Αν και για το τελευταίο δεν θα μου κάνει εντύπωση αν στις καταθέσεις υπάρξουν ονόματα γνωστά που είχαν γνωριστεί προσωπικά με τους καταγγέλλοντες.
Χωρίς να θέλω σε καμία περίπτωση να κάνω σύνδεση με το παραπάνω σχόλιο, προσωπικά ένιωσα μια αμηχανία με τις δηλώσεις του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη καθώς τον εκτιμώ πολύ και σε επαγγελματικό και σε προσωπικό επίπεδο. Και αυτό γιατί ένιωσα ότι φοβήθηκε να πει ότι έχει κάνει παρέα με τον Δημήτρη Λιγνάδη. Αυτό από μόνο του δεν είναι καταδικαστέο φυσικά- πόσες φορές έχουμε εκπλαγεί με ανθρώπους που έχουν περάσει από τη ζωή μας και κάποια στιγμή μαθαίνουμε κάτι που μας κάνει να νιώσουμε ότι τελικά δεν τους γνωρίζαμε πραγματικά; Φυσικά στην ίδια τηλεοπτική εμφάνιση που συνοδεύτηκε από έντονη και ειλικρινή συναισθηματική φόρτιση, ανέφερε και πολλά ενδιαφέροντα πράγματα, που αξίζει κανείς να ακούσει. Και σίγουρα ο κάθε Μαρκουλάκης δεν αξίζει να λοιδορείται και να δέχεται απειλές- τα social media δεν μπορούν και δεν πρέπει να αντικαταστήσουν τη Δικαιοσύνη.
Η αλήθεια είναι ότι έχουν περάσει 18 χρόνια από τότε που είχα ακούσει την πρώτη ιστορία για τον Δημήτρη Λιγνάδη. Σε πρώτο πρόσωπο, όχι σαν φήμη. Το πρόβλημα όμως με τέτοιους ανθρώπους είναι ότι τόσο διαβολικά ευφυείς που μπορούν να κάνουν ένα πολύ νεαρό άτομο να πιστεύει ότι έρχεται και παραμένει με τη θέλησή του. Ειδικά τα παιδιά που έχουν όνειρο να γίνουν μέρος του καλλιτεχνικού κόσμου, είναι πιο εύκολο να θαμπωθούν από πομπώδεις λόγους, λαμπερές εικόνες και ψεύτικες υποσχέσεις. Φυσικά όταν κάποια στιγμή βγαίνεις από αυτό το σκοτεινό τούνελ, και περάσει καιρός ώστε να καταλαγιάσουν συναισθήματα, μόνο τότε μπορείς να το δεις πιο αποστασιοποιημένα και να καταλάβεις ότι αυτό που συνέβαινε δεν ήταν καθόλου- μα καθόλου- υγιές. Πως απλά ήσουν ένα αναλώσιμο πιόνι σε μια αγκαθωτή σκακιέρα.
Αυτό που συνεχίζει όμως να τρομάζει πολύ, ειδικά αν είσαι γονιός, είναι η ιδέα ότι μπορούν να υπάρχουν τόσοι άνθρωποι εκεί έξω με τραυματισμένες ψυχές, όχι μόνο από τον σκηνοθέτη που η λαϊκή γνώμη έχει ήδη καταδικάσει και το θέατρο έχει πλέον εξοστρακίσει.Ήδη μαθαίνω και για άλλους που δεν θέλουν να μιλήσουν αν και έχουν υπάρξει θύματα του κατηγορούμενου στο παρελθόν είτε γιατί αρνούνται να διαταράξουν την οικογενειακή τους γαλήνη, είτε γιατί το έχουν αφήσει πολύ πίσω τους, είτε γιατί δεν θέλουν να στιγματιστούν επαγγελματικά.
Στις επόμενες μέρες το όνομα «Λιγνάδης» θα πρωταγωνιστήσει στις τηλεοπτικές εκπομπές και σίγουρα θα παρακολουθήσουμε με μεγάλο ενδιαφέρον την υπερασπιστική γραμμή που θα ακολουθήσει ο δικηγόρος του, αφού ο πελάτης του αρνείται όλες τις κατηγορίες. Άκουσα στον ΣΚΑΪ το πρωί – η Ιωάννα Μάνδρου έγινε αυτό το Σαββατοκύριακο το επίκεντρο της προσοχής με όσα είπε- να λένε ότι, όσες κατηγορίες και αν αποδειχτούν στο δικαστήριο, η ποινή δεν μπορεί να ξεπεράσει τα 25 χρόνια. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, αν όντως η Δικαιοσύνη αποφανθεί εναντίον του, με καλή συμπεριφορά ο 56χρονος, σήμερα, σκηνοθέτης θα εκτίσει περίπου το 1/3 της ποινής του.