Το φαινόμενο «Μπάμπης “τη σκότωσα γιατί την αγαπούσα”», ο «κακός ήρωας» και τα «κακά» μαντάτα που «πουλάνε»
featured

Το φαινόμενο «Μπάμπης “τη σκότωσα γιατί την αγαπούσα”», ο «κακός ήρωας» και τα «κακά» μαντάτα που «πουλάνε»

Το φαινόμενο «Μπάμπης “τη σκότωσα γιατί την αγαπούσα”», ο «κακός ήρωας» και τα «κακά» μαντάτα που «πουλάνε»

Η αρρωστημένη εμμονή με εγκληματίες που αφού προσπάθησαν να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη μετά «το ζουν»

Ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος πέρυσι τέτοια εποχή δολοφόνησε τη γυναίκα του. Ένα 19χρονο κορίτσι που όπως όλα δείχνουν έπασχε από μια μορφή επιλόχειας κατάθλιψης. Στο δικαστήριο υποστήριξε πως τη σκότωσε εν βρασμώ ψυχής. Την ώρα που εκείνη… κοιμόταν.

Για να καλύψει το έγκλημά του και να παραπλανήσει τις αρχές, στη συνέχεια σκότωσε και τον σκύλο τους, τον οποίο κρέμασε από το λουρί του. Και πριν έρθει η αστυνομία που ο ίδιος φώναξε παριστάνοντας τον δήθεν δεμένο από σκληροτράχηλους ληστές (μάλιστα τρεις!!!) έβαλε και το ενός έτους μωρό τους πάνω στο άψυχο σώμα της γυναίκας του. Tην οποία μόλις είχε πνίξει -από πρόθεση και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση όπως αποφάνθηκε χθες το δικαστήριο. Κι όλα αυτά επειδή ήθελε να του πει ένα «συγγνώμη» για τη συμπεριφορά της. Που δεν ήταν και η καλύτερη καθώς, όπως περιέγραψε στην απολογία του, η Καρολάιν είχε συχνά ανεξήγητες κρίσεις θυμού και όταν αυτό συνέβαινε τον χτυπούσε.

Ένα σχεδόν χρόνο μετά τη δολοφονία -που σχεδόν για 2 μήνες ο πιλότος προσπαθούσε να κουκουλώσει μιλώντας για ληστείες και δολοφόνους με στόχο να τη γλιτώσει- ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος καταδικάστηκε σε ισόβια και επιπλέον κάθειρξη 11 χρόνια και 6 μήνες.

Από άσημος γοητευτικός πιλότος με τη νεαρή γυναίκα του και το μωράκι τους, μετά το ειδεχθές έγκλημα έγινε διάσημος (παραμένοντας για κάποιους γοητευτικός) δολοφόνος. Ο Αναγνωστόπουλος έγινε ένας πολυσυζητημένος εντελώς αληθινός «κακός». Ένας «κακός» που εξ’ όψεως παραπλανούσε ως «καλός», αφού έμοιαζε «κανονικός», ευγενής και comme il faux. Η αρρωστημένη του προσωπικότητα και οι φριχτές του πράξεις που έγιναν μέχρι και ντοκιμαντέρ (Carolain: The Murder That fooled the world).

Κι εδώ συμβαίνει το εξής παράδοξο και ακραία τρομακτικό: Ένας δολοφόνος «με τη βούλα», σε ένα έγκλημα που συγκλόνισε όλον τον κόσμο, ο οποίος δεν έχει σταυρώσει λέξη με ψήγμα κάποιας αλήθειας ένα χρόνο τώρα, διαπιστώνουμε με φρίκη πως έχει και υποστηρικτές (!), όπως μια κυριούλα που βρήκε το απύθμενο θράσος και βγήκε στην Τατιάνα Στεφανίδου, δηλώνοντας on camera πως αισθάνεται έλξη για αυτόν και πιστεύει πως δεν είναι η μόνη, αλλά ότι πολλές γυναίκες είναι ερωτευμένες μαζί του.

Ακούγοντας τις δηλώσεις της νιώθεις πως έχει έρθει το τέλος της λογικής. Αλλά που βρίσκεται η λογική όταν ο ίδιος δολοφόνος μετά την καταδίκη του δηλώνει με μηδέν ενσυναίσθηση: «Δεν έχω να σας τίποτε άλλο παρά μόνο το ότι είμαι συντετριμμένος και ότι δεν μπορώ να ξεπεράσω το χαμό της Καρολάιν». Η κυριούλα του T-Live σίγουρα συγκινήθηκε…

Τι είναι, όμως, αυτό που έκανε τόσους ανθρώπους να παρακολουθούν φανατικά τις εξελίξεις σε αυτό το φρικτό έγκλημα;

Προφανώς κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλλει πως έχουμε να κάνουμε με έναν δολοφόνο -άλλωστε ήταν καθ’ ομολογία δολοφόνος αμέσως μετά τη σύλληψή του. Μόνο η πρόθεση και η ψυχική κατάσταση ήταν αυτά που «εκκρεμούσαν». Γιατί, λοιπόν, το κοινό, 12 μήνες τώρα, καταναλώνει με τόση δίψα, σχεδόν αχόρταγα, πληροφορίες, ακόμα και άχρηστες, κουτσομπολίστικες, αδιασταύρωτες και σχεδόν περιττές, για ένα τέτοιο φριχτό έγκλημα;

Μιλώντας με τη Δήμητρα Παπαδοπούλου στα πλαίσια μιας συνέντευξης πριν από μια εβδομάδα, η συγγραφέας, ηθοποιός και γενικώς πολυτάλαντο πλάσμα που αφουγκράζεται με μοναδικό τρόπο κατά τη γνώμη μου όσα συμβαίνουν γύρω μας, είπε μια κουβέντα που μου φάνηκε απίστευτα αποκαλυπτική: «Δυστυχώς πουλάει πολύ ο κακός αρρωστημένος ψυχισμός. Είτε πρόκειται για ήρωες μυθοπλασίας είτε για αληθινούς κακούς που προβάλλονται μέσα από την ειδησεογραφία, ο κακός είναι αυτός που ανεβάζει την αδρεναλίνη και σε κάνει να νιώθεις μέσα σου πιο τακτοποιημένος και πιο καλός άνθρωπος. Το δικό σου πρόβλημα μηδενίζει μπροστά στο τέρας που βλέπεις, και η δική σου ζωή, που μπορεί να μην σε ικανοποιούσε, αρχίζει και φαίνεται πιο νόστιμη».

Ο κακός ήρωας είναι τόσο αρρωστημένα προβληματικός που σε κάνει να θες να τον γνωρίσεις. Και όποιοι κερδίζουν κάτι από αυτό το αληθινό, χειροπιαστό θρίλερ που «πουλάει σαν ζεστό ψωμάκι», είτε το κέρδος λέγεται τηλεθέαση, είτε κλικ στο διαδίκτυο είτε φύλλα στο περίπτερο, το τραβάνε από τα μαλλιά για να διαρκέσει, να έχει νέα εξέλιξη που θα κρατήσει το ενδιαφέρον του κοινού, σαν επεισόδια σαπουνόπερας ή έστω Casa De Papel.

Η αληθινή δυστυχία των άλλων, η παράνοια, η ψυχική αρρώστια, το έγκλημα που δεν χωράει στο μυαλό ‘πουλάει’ γιατί βάζει αλατοπίπερο στη ρουτίνα της καθημερινότητας. Τροφοδοτείται σχεδόν ανεξέλεγκτα, με κεκτημένη ταχύτητα, γιατί το κοινό τρελαίνεται με αυτή τη μαγική «κλειδαρότρυπα» που ανοίγει και δίνει στον κακό ήρωα μια σχεδόν μυθική διάσταση. Μια διάσταση που κάποιους γοητεύει (σαν την προαναφερθείσα κυρία που μέσα από αυτόν βρήκε τρόπο να βγει στα κανάλια και να του στείλει μήνυμα «βάστα γερά»), κάποιους παρηγορεί και κάποιους εμπνέει αφού μέσα από το ζωντανό παράδειγμα αντιλαμβάνονται πως ο καθένας, ο πιο αδιάφορος, θα μπορούσε να γίνει μέσα σε μια στιγμή «πρωταγωνιστής» κάνοντας κάτι τόσο αξιοπρόσεκτα φρικτό. Κι αυτό είναι το πιο επικίνδυνο, αν θυμηθούμε πως το copycat crime είναι όρος της εγκληματολογίας από το 1916 και τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη.

Και κάπου εδώ αναρωτιέσαι: Αξίζει ο Μπάμπης το «μελάνι» που έχει χυθεί; Η Ρούλα το αξίζει; Και όλοι εμείς δεν αξίζουμε κάτι καλύτερο από το να βομβαρδιζόμαστε από αρνητικά γεγονότα, σκοτεινούς ανθρώπους, αρρωστημένες πρακτικές και καταστάσεις που επιβεβαιώνουν πως όσο κι αν εξελιχθεί η ανθρωπότητα η ηθική παρακμή, το μίσος και οι χειρότερες πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης παραμονεύουν πάντα κάπου στο βάθος;

Ναι, η Δικαιοσύνη οφείλει να κάνει το καθήκον της και όλοι θέλουμε τα θύματα να δικαιωθούν. Αλλά ο κίνδυνος να ηρωοποιούνται εγκληματίες, πρέπει να μας κάνει να γυρίζουμε σελίδα όταν νιώθουμε πως βουλιάζουμε στον βάλτο της «αρρώστιας». Γιατί του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου δεν του αξίζει τίποτα άλλο πέρα από τα ισόβια που πήρε μόλις χθες.