Λένα Μαντά: Η βαθιά εξομολόγηση για τη μητέρα της – «Ήταν πολύ αυστηρή και καταπιεστική – Τη φοβόμουν – Ήταν πολύ δύσκολη εκείνη η εποχή»
Νέα

Λένα Μαντά: Η βαθιά εξομολόγηση για τη μητέρα της – «Ήταν πολύ αυστηρή και καταπιεστική – Τη φοβόμουν – Ήταν πολύ δύσκολη εκείνη η εποχή»

Λένα Μαντά: Η βαθιά εξομολόγηση για τη μητέρα της – «Ήταν πολύ αυστηρή και καταπιεστική – Τη φοβόμουν – Ήταν πολύ δύσκολη εκείνη η εποχή»

Η συγγραφέας μίλησε για τα παιδιά της χρόνια και τον χωρισμό των γονιών της

Μια καταπιεσμένη παιδική ηλικία πέρασε η Λένα Μαντά, η οποία βρέθηκε καλεσμένη στο «Στούντιο 4» και μίλησε για τον λόγο που θέλησε να δημιουργήσει οικογένεια από πολύ μικρή, αλλά και για τη σχέση που είχε με τους γονείς της, όταν χώρισαν.

«Είμαι παιδί χωρισμένων γονιών. Τότε δεν ήταν τόσο πολιτισμένα τα πράγματα. Ήμουν το παιδί με τη βαλίτσα στο χέρι, το παιδί του Σαββατοκύριακου, που πέρασα δύσκολα. Αυτό που ονειρευόμουν ήταν μια οικογένεια. Όταν ήμουν στο λύκειο, επειδή ήμουν ανεπίδεκτη στα μαθηματικά, ο δάσκαλος με ρώτησε τι θα κάνω στη ζωή μου και του είπα θα παντρευτώ. Όταν γνώρισα τον Γιώργο, ήμουν στο πρώτο έτος και σπούδαζα νηπιαγωγός. Εκείνος είχε χάσει τον πατέρα του στα 8. Εγώ ήμουν τότε 19 και ο Γιώργος 26 και θέλαμε οικογένεια και οι δύο. Δεν κατάλαβα ποτέ μέχρι που πέθανε ο πατέρας μου, αν με αγάπησε. Δεν θυμάμαι χάδι του πατέρα μου, καμία καλή κουβέντα. Παλιά με πόναγε πολύ, τώρα πια όχι. Τώρα έχουμε αρχίσει να αποκτούμε μια σχέση με τον αδερφό μου, από τον δεύτερο γάμο του πατέρα μου», δήλωσε χαρακτηριστικά.

«Έψαχνα να παντρευτώ έναν άνθρωπο που θα ήταν ακριβώς το αντίθετο από τον πατέρα μου. Ο Γιώργος είναι χύμα στο κύμα και διέγνωσε από την αρχή ότι ήμουν ένα παιδί που ενώ ήμουν 19 χρονών και δεν είχα ζήσει τίποτα, γιατί είχα μια πολύ αυστηρή μητέρα μου με “στραγγάλιζε” στην κυριολεξία. Έφτασα στην ηλικία των 19 ετών για να βγω ραντεβού, μέχρι τότε θα με “έσφαζε στο γόνατο”. Δεν είχα πάει σε πάρτι. Τη φοβόμουν πάρα πολύ. Μια φορά της είχα πει ότι θα πάμε σινεμά με μια φίλη μου 6 με 8 το απόγευμα και όταν άνοιξαν τα φώτα καθόταν στο πίσω κάθισμα. Τη φοβόμουν πάρα πολύ, ήταν πολύ καταπιεστική. Δεν πήγα καν στην πενθήμερη εκδρομή του σχολείου. Φοβόταν γιατί ήταν μόνη της μάλλον και ήταν μεγάλη η ευθύνη», πρόσθεσε και συνέχισε:

«Η μητέρα μου έτρεμε τι θα πει ο κόσμος, γι αυτό εγώ είμαι στο άλλο άκρο που δεν με νοιάζει τι θα πει ο κόσμος. Της είπα πολύ γλυκά κάποια παράπονά μου, γιατί πλέον είχε μεγαλώσει και δεν έχω μάθει να “κλωτσάω τον αντίπαλο”. Κάποια μου τα δικαιολόγησε, αλλά δεν με έπεισε. Τότε στο σπίτι που μέναμε δεν είχαμε έπιπλα, τρώγαμε πάνω σε μια βαλίτσα. Ήταν πολύ καλή μοδίστρα και ξεκίνησε να δουλεύει πάνω σε αυτό. Ήταν πολύ σκληρή η κοινωνία τότε, θυμάμαι ο αδερφός της που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη είχε στείλει γράμμα και της έγραφε ότι “προτιμώ να σε δω πνιγμένη στο Φάληρο, παρά χωρισμένη”».

Για το πότε ξεκίνησε να γράφει τα βιβλία της και ποιος την βοήθησε να τα εκδώσει: «Δεν πήγα σε εκδοτικό οίκο διότι ντρεπόμουν αφόρητα. Βιβλίο έγραψα αφού είχα κάνει και τα παιδιά μου και το διάβασε ο άντρας μου. Μου είπε ότι αυτό είναι πολύ καλό για να μείνει σε ένα συρτάρι. Του είπα ότι εγώ δεν πάω πουθενά ντρέπομαι, το πήρε εκείνος το φωτοτύπισε και πήγε στους εκδοτικούς οίκους. Είχα 2-3 θετικές προτάσεις, διάλεξα τον μεγαλύτερο οίκο. Το πρώτο βιβλίο είχε πουλήσει περίπου 1.200 αντίτυπα. Ήταν καλά για μια άγνωστη, αλλά μετά ο εκδοτικός οίκος μου απέρριπτε όλα τα βιβλία που έστελνα. Εκεί έβαλα τα κλάματα αλλά δεν σταμάτησα να γράφω. Μετά μπήκε ο Γιώργος μπροστά και μου είπε ότι θα πάμε αλλού».