Νίκος Πολυδερόπουλος: «Πέρασα δύσκολα χρόνια. Δεν ήθελα να πάω στο σχολείο γιατί οι καθηγητές µε χτυπούσαν»
Ελλάδα

Νίκος Πολυδερόπουλος: «Πέρασα δύσκολα χρόνια. Δεν ήθελα να πάω στο σχολείο γιατί οι καθηγητές µε χτυπούσαν»

Νίκος Πολυδερόπουλος: «Πέρασα δύσκολα χρόνια. Δεν ήθελα να πάω στο σχολείο γιατί οι καθηγητές µε χτυπούσαν»

Όσα είπε στο περιοδικό OK! που κυκλοφορεί με «ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο»

Είναι ο εισαγγελέας «Δημήτρης Μαρκέτος» στην πολυσυζητημένη νέα σειρά του ΑΝΤ1, «Παγιδευμένοι» και ήδη κάνει το τηλεοπτικό κοινό να παραληρεί σε κάθε του σκηνή!

Ο Νίκος Πολυδερόπουλος για να φτάσει μέχρι εδώ, έχει περάσει από χίλια κύματα από την παιδική του ζωή στο σχολείο, μέχρι και τα 24 του χρόνια όταν έφτασε στο τελευταίο σκαλοπάτι που μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος, παιρνώντας την πιο μαύρη περίοδο της ζωής του. Όμως δεν το έβαλε κάτω, συνέχισε την καριέρα του στην υποκριτική, προσθέτοντας στο βιογραφικό του επιτυχηµένες συνεργασίες.

Ο ηθοποιός μίλησε στο περιοδικό OK! που κυκλοφορεί με «ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» και στη Μαρία Παπαϊωάννου και προχώρησε σε μία εκ βαθέων εξομολόγηση για τη ζωή του!

«Είµαι δυσλεκτικός και στο σχολείο δεν µπορούσα –και δεν μπορούσαν και οι άλλοι– να κατανοήσω τι είναι αυτό που έχω. Πέρασα δύσκολα χρόνια, µε πολλή τιµωρία από τους καθηγητές. Ποτέ δεν έµαθα ορθογραφία. Μέχρι σήµερα κάνω λάθη. Η κατάσταση στο σχολείο µε έκανε να πάρω την απόφαση να φύγω για την Πάτρα. Οι γονείς µου τότε  δεν καταλάβαιναν ότι εγώ δεν ήθελα να πάω σχολείο γιατί οι καθηγητές µε χτυπούσαν. Θυµάµαι ότι οι δικοί µου µου έλεγαν: “Πρέπει να διαβάσεις. Όλοι διαβάζουν και εσύ όχι”. Για να καταλάβεις, η µάνα µου µε έστελνε Αγγλικά και εγώ την κοπανούσα και πήγαινα να µαζέψω λουλούδια για να τα δώσω στους καθηγητές και να περάσω τα µαθήµατα στο Γυµνάσιο. Ένιωθα λοιπόν γενικά µια πίεση µε αποτέλεσµα να έχω τάσεις φυγής».

Ξεκαθάρισε ότι πλέον οι τάσεις φυγής δεν έχουν χώρο στη ζωή του και συνεχίζει: «Έµενα σε ένα υπόγειο το οποίο δεν είχε ρεύµα και εγώ ζεσταινόµουν από τον λέβητα. Το είχε η αδελφή µιας φίλης µου. Θυµάµαι ότι τότε έδινα 50 ευρώ τον µήνα και σκέψου ότι το κράτησα µέχρι και όταν πήγα φαντάρος. Επειδή ανήκω σε πολύτεχνη οικογένεια, έπαιρνα από τον στρατό 55 ευρώ και κάπως έτσι πλήρωνα το ενοίκιο».

Ο ίδιος νιώθει ευγνώµων που µεγάλωσε σε πολύτεκνη οικογένεια, ενώ εξοµολογείται: «Μεγαλώνοντας µε τέσσερα αδέλφια µαθαίνεις να µοιράζεσαι, να αγαπάς και να µην είσαι εγωιστής. Θυµάµαι να τσακώνοµαι και να χτυπιέµαι µε έναν αδελφό µου και να έρχεται ο πατέρας µου να µας λέει: “Νίκο, πάρε αγκαλιά τον Πάρη, φίλησέ τον και ζήτα του “συγγνώµη”. Το ίδιο κάνε κι εσύ, Πάρη”. Δίναµε λοιπόν τα χέρια και µετά από λίγο παίζαµε µαζί. Μέχρι σήµερα είµαστε πολύ δεµένοι».

Τα 24 χρόνια του τον βρήκαν µε ένα µπαρ στο κέντρο της Αθήνας. Το Κολωνάκι έγινε ο καθηµερινός προορισµός του. Ωστόσο, έναν χρόνο αργότερα αναγκάστηκε να πουλήσει την επιχείρησή του.

«Χρεοκόπησα. Με κυνηγούσαν οι αγωγές και οι δικηγόροι. Έφτασα στο τελευταίο σκαλοπάτι που µπορεί να βρεθεί ένας άνθρωπος. Πέρασα µια µαύρη περίοδο στη ζωή µου. Όταν ήρθε αυτή η άγια ηµέρα της πώλησης, ήµουν µαζί µε τον δικηγόρο µου στο µαγαζί. Θυµάµαι που µου έλεγε: “Μη δώσεις το µαγαζί γιατί δεν έχεις τίποτα άλλο στη ζωή σου. Προσπάθησε και θα το ξαναφέρεις στα ίσια µε τα χρόνια”. Εκείνη την ώρα ανέβηκα στην τουαλέτα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό µου. Την ώρα που κοιτούσα τον νιπτήρα σκεφτόµουν: “Είναι δικός µου. Όπως και ο καθρέφτης. Πώς θα δώσω όλα αυτά που έφτιαξα;”. Με πείραζε. Κατεβαίνοντας από τη στριφογυριστή σκάλα στο µπαρ έφαγα µια αναλαµπή και είπα: “Δεν πάει να… Θα στενοχωρηθεί ο νιπτήρας άµα νίψει τα χέρια του άλλος;”. Όλα είναι νούµερα. Βγαίνουν; Αν όχι, τότε τέλος. Εκείνη τη στιγµή λοιπόν τελείωσαν και για εµένα τα συναισθηµατικά
δεσίµατα µε τα υλικά».

Μετά από όλα αυτά υπήρξε η στιγµή που είπε «γιατί σε µένα;». «Γιατί στα 24 ήθελα να ανοίξω µαγαζί; Τι δουλειά είχα; Καµία. Λες και είχα καμιά εμπειρία χρόνων στα μαγαζιά για να αποφασίσω να ανοίξω δικό μου. Ποιος φταίει άραγε; Εγώ. Δεν ήμουν έτοιμος, δεν ήμουν έμπειρος. Ξέρεις τι συµβαίνει πολλές φορές στη ζωή µας; Ονειρευόµαστε πράγµατα που όταν έρχονται δεν είµαστε σε θέση να τα διαχειριστούµε. Για αυτό πρέπει να προσέχουµε τι ονειρευόµαστε».