Καλεσμένη στην εκπομπή, Μαμά-δες, βρέθηκε η Αρετή Πασχάλη και μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στην επιλόχειο κατάθλιψη και τις δύσκολες στιγμές που πέρασε μετά τη γέννηση του παιδιού της.

«Αν δεν ζηλεύεις και καθόλου, φαντάζει περίεργο στα δικά μου μάτια. Εμένα μου αρέσει ο σύντροφός μου που μου εκφράζει τη ζήλεια του. Αντίστοιχα και εγώ. Αν δω μια κυρία να είναι παραπάνω διαχυτική από όσο πρέπει, θα του πω “τι σχέση έχετε;”. Είναι κύριος αν ποτέ κάτι του ξεφύγει, να ξέρει ότι όλα τα μαθαίνω. Ο ίδιος μου τα λέει. Μου λέει ότι έχουμε τους ίδιους κοινούς γνωστούς και όπου κι αν πάει, κάπως τυχαίνει να βρει κάποιον κοινό μας γνωστό. Πάντα υπάρχει κάποιος να του πει “Η Αρετούλα καλά είναι;”.

Τι να πω για την απιστία; Δύσκολο μου φαίνεται να έβρισκα τη δύναμη να τη συγχωρήσω. Ποτέ δεν λέω ποτέ! Θέλει δύναμη, θέλει σθένος, θέλει τον εγωισμό σου να τον τσαλαπατήσω. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να τσαλαπατήσω τον εγωισμό μου».

«Ο γιος μου τραγουδάει πάρα πολύ και είναι πολύ σωστός. Πραγματικά, ό,τι μελωδία κι αν ακούσει, πιάνει τον τόνο. Είναι τρελιάρης, αυτοσχεδιάζει, παίζει ωραία, κάνει διαφορετικές φωνές με τα παιχνίδια του. Εμένα μου φαίνεται ότι είναι καλλιτέχνης! Θέλω πάρα πολύ να τον δω καλλιτέχνη. Στο άσχετο μου λέει “Μαμά, σε αγαπώ” και λιώνω, πεθαίνω. Και είναι και πολύ ωραίος, πολύ τύπος. Έχει μακρύ μαλλί, περπατάει με στυλ, έχει άποψη για τα ρούχα. Του αρέσουν τα μαύρα!

Δεν ξέρω αν θα έκανα δεύτερο παιδί. Έχουν μπει σε ένα δρόμο τα πράγματα, έχω βρει τα πατήματά μου. Φοβάμαι πολύ την όλη διαδικασία, ξύπνα ανά δύο ώρες. Γιατί να πάω στο Δρομοκαΐτειο; Αν μπορώ να το αποφύγω, ας το αποφύγω. Στη ζωή δεν θέλω να λέω “όχι”, θέλω να είμαι ανοιχτή και να βλέπω ορίζοντα μπροστά μου και ό,τι φέρει η ζωή».

«Όλες οι γυναίκες που περνάμε κάτι τέτοιο, είναι ωραίο να το επικοινωνούμε γιατί εμπεριέχει τεράστια μοναξιά. Όταν γέννησα, το μωράκι μας έμεινε στο νοσοκομείο γιατί έπρεπε να μείνει στη θερμοκοιτίδα. Οπότε εγώ βγαίνοντας από το μαιευτήριο ήμασταν ακόμη δύο. Την επόμενη μέρα φόρεσα τα καλά μου, φόρεσα τα τακούνια μου και πήγαμε σε μια ταράτσα εστιατορίου να γιορτάσουμε τον ερχομό του Αλκίνοου. Οι επόμενες ημέρες ήταν ημέρες πάρτι. Πήγαμε σινεμά, κάναμε βόλτες. Πήγαινα στο νοσοκομείο για να θηλάσω το παιδί. Έρχεται η μέρα που έπρεπε να πάρουμε το μωρό μας στο σπίτι μας και εκείνη ξεκινάει μια δύσκολη και σκοτεινή περίοδος. Μόλις μπήκα στο σπίτι, πάω στον καναπέ και παίρνω τη μαμά μου τηλέφωνο. Και αρχίζω και κλαίω και της λέω “δεν είμαι καλά, σε χρειάζομαι”.

Το συναίσθημά μου ήταν σαν το κοριτσάκι που πάει στο σχολείο, δεν ξέρω τι μου συμβαίνει αλλά για το μόνο που ήμουν βέβαιη είναι ότι ήθελα τη μαμά μου να με πάρει αγκαλιά. Δεν είχα καμία σύνδεση με το παιδί. Άρχισα να εκδηλώνω μια υποτονική συμπεριφορά, δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Δεν είχα διάθεση για τίποτα, δεν μπορούσα να πάρω το παιδί στην αγκαλιά, δεν μπορούσα να χαρώ. Ήθελα μόνο να κλαίω και δεν έβρισκα κανένα νόημα στη ζωή. Αισθανόμουν ότι τελειώνω σαν γυναίκα, σαν επαγγελματίας και “γιατί έκανα παιδί;”. Φυσικά το αισιόδοξο σε όλο αυτό κατάλαβα γρήγορα ότι έχω πρόβλημα και ζήτησα να πάω σε ψυχίατρο και ψυχολόγο. Θα μπορούσα να το είχα κάνει νωρίτερα. Πέρασε ένα 3μηνο πολύ χάλια. Και ο Νικορέστης είχε να διαχειριστεί πολλά πράγματα. Ένα παιδί και μια γυναίκα μη λειτουργική. Πήγα σε ψυχίατρο, με βοήθησε με αγωγή και ταυτόχρονα έκανα ψυχοθεραπεία. Η αγωγή δεν σε πιάνει αμέσως. Είμαι τυχερή γιατί είχα ένα υποστηρικτικό πλαίσιο. Δεν μπορούσα να πλύνω το παιδί, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Μείναμε στους γονείς του Νικορέστη και με αγκάλιασαν σαν δικό τους παιδί».

Διαβάστε επίσης

Αρετή Πασχάλη: «Για 7 μήνες ήμουν στα τάρταρα, νόμιζα ότι δεν θα βγω από τον εφιάλτη που είχα κατρακυλήσει»