Απασφάλισε ο Νταλάρας: «Δεν είναι αξιοθαύμαστο να γεμίσεις ελληνάδικα και να χτυπιέσαι χασισωμένος»
Late night shows

Απασφάλισε ο Νταλάρας: «Δεν είναι αξιοθαύμαστο να γεμίσεις ελληνάδικα και να χτυπιέσαι χασισωμένος»

Απασφάλισε ο Νταλάρας: «Δεν είναι αξιοθαύμαστο να γεμίσεις ελληνάδικα και να χτυπιέσαι χασισωμένος»

Η μητέρα του, ο αδερφός του και το ξέσπασμα για την παρακμή που εντοπίζει στο ελληνικό τραγούδι

Ο Γιώργος Νταλάρας σε μία σπάνια κατάθεση ψυχής μίλησε στη Δώρα Αναγνωστοπούλου και το Mega Stories για την πορεία που διέγραψε στο τραγούδι, τις μουσικές συναντήσεις του με τα ιερά τέρατα της ελληνικής σύνθεσης, ενώ ιδιαίτερα ήταν όσα είπε για την παρακμή που εντοπίζει στο ελληνικό τραγούδι.

«Το τραγούδι είναι μία σχέση λατρείας, έχει μία ιερότητα, μία θρησκευτικότητα. Αγαπώ τους καλούς τραγουδιστές, αυτούς που έχουν καλή φωνή και ο Θεός τους έχει δώσει το χάρισμα να είναι εμφανίσιμοι. Δεν φτάνει όμως αυτό. Το τραγούδι έχει μια ιερότητα, αδέλφια! Δεν μπορείς να εμφανίζεσαι με βάση το τραγούδι και μετά να κάνεις κάτι που είναι φτηνό. Ας ονοματίσουμε τα φτηνά μέσα μας, δεν είναι αξιέπαινο το να μπουκάρεις μες στα λεφτά με κάθε τρόπο».

«Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους που με έσυραν σε αυτή την ηθική ήταν τέτοιοι, ήθελαν να μπουν μέσα στη δουλειά με οποιοδήποτε τρόπο και κατηγορούσαν αυτά που έκανα ως φυσικά επακόλουθα της ζωής μου, γιατί νόμιζαν ότι τα έκανα για άλλους λόγους και αλλοίωναν τα κίνητρα».

«Με ενοχλεί ο γκεμπελισμός. Τι σας πειράζει; Τραγούδι δεν είναι να πηγαίνεις σε αραβικές βραδιές στη Μύκονο. Το ελληνικό τραγούδι είναι ο Θεοδώράκης, ο Χατζιδάκις, ο Μαρκόπουλος, ο Ξαρχάκος. Το υπόλοιπο δεν είναι αξιοθαύμαστο, αδέλφια μου, να γεμίσεις ελληνάδικα και να χτυπιέσαι  σαν παλαβός, χασισωμένος ή μεθυσμένος μέχρι τα μπούνια. Δεν είναι, αγάπη μου, αυτό η Ελλάδα».

Σε πιο προσωπικές εξομολογήσεις αναφέρθηκε στα τα φτωχικά παιδικά χρόνια, την παρουσία, αλλά κυρίως την καθοριστική απουσία του πατέρα του, του ρεμπέτη Λουκά Νταράλα, τη σχέση με τη μητέρα του Σουλτάνα και τον αποχωρισμό με τον αδελφό του Χρήστο.

«H μητέρα μου έζησε μια άσχημη ζωή, ήταν ανάπηρη και με φώναζε κοντά της για να με μαλώσει, δεν μπορούσε να σηκωθεί. Η μητέρα μου μετά τον πόλεμο έπρεπε να αποχωριστεί ένα από τα δύο της παιδιά. Υπήρχαν ορφανοτροφεία με εκπαιδευτικό χαρακτήρα στο εξωτερικό – ορφανοτροφεί θα έλεγα κι εκεί έπρεπε να πάω εγώ. Ήμουν 8 ετών αλλά ο αδερφός μου πλησίαζε τα 10, κι έτσι η μητέρα μου έστειλε το μεγάλο παιδί της- από τότε η ζωή της ήταν μια τραγωδία, ένα κλάμα κι ένας πόνος. Άκουγε τραγούδια κι έκλαιγε. Όταν έφυγε ο Χρήστος έφυγε η ζωή μου, τον έβλεπα κάθε δύο χρόνια μαζί με άλλα παιδιά που ερχόταν με μία ντακότα και για εμένα άλλαζε η ζωή και ο κόσμος».

«Του χρωστάω το εξής. Όταν ήρθε είχε μία κιθάρα μαζί, έπαιζε εκείνος. Μόλις πήρα την κιθάρα και κατάλαβα τι σημαίνει τραγουδάω, κούρδισμα και μαγεύτηκα. Και σαν μάστορας που ήμουν του έδωσα μία υπόσχεση ότι όταν ξαναέρθεις θα είμαι έτοιμος».

Από τη συζήτηση δεν έλειψε και η τρυφερή αναφορά στη σύζυγό του, Άννα.

«Μου έφερε το χαμόγελο γιατί ήταν πολύ νωρίς και είχα μπλέξει με όλα αυτά τα πράγματα χωρίς να ξέρω να τα ερμηνεύσω. Με βοήθησε ως άνθρωπος με άλλη καταγωγή και γνώσεις να βάλω μία τάξη στην σκέψη μου, πολλές αποφάσεις που πήρα δεν θα τα έκανα να ήταν η Άννα. Δεν υπερβάλλω. Τα μισά από αυτά που έχω καταφέρει τα οφείλω στην Άννα.

«Θέλει επιμονή και δουλειά είναι δύσκολο να αντέχει κανείς τόσα χρόνια γιατί και η συμβίωση δεν είναι εύκολη αλλά είμαστε μαζί από το 1979. Με τα εγγόνια μου παίζω. Μέσα από τη σχέση με τα εγγόνια μου ανακάλυψα πολλά και κόλλησα στον τοίχο δεν ήξερα τι να πω. Τα παιδιά είναι σοφά».

Διαβάστε επίσης

«Έσπασε» ο Νταλάρας: «Λυπήθηκα που δεν ήμουν εγώ αυτός! Οι κάφροι φώναζαν, αυτοί δεν είναι άνθρωποι…»