Θανάσης Βισκαδουράκης: «Ο μπαμπάς μου έσβησε στην αγκαλιά μου. Του έκανα κηδεία και στην νοηματική γλώσσα»
Νέα

Θανάσης Βισκαδουράκης: «Ο μπαμπάς μου έσβησε στην αγκαλιά μου. Του έκανα κηδεία και στην νοηματική γλώσσα»

Θανάσης Βισκαδουράκης: «Ο μπαμπάς μου έσβησε στην αγκαλιά μου. Του έκανα κηδεία και στην νοηματική γλώσσα»

Η γνωριμία και ο θάνατος του πατέρα του

Ο Θανάσης Βισκαδουράκης βρέθηκε καλεσμένος στο «Στούντιο 4» και περιγράφει τη ζωή του ορφανοτροφείο, την γνωριμία με την οικογένειά του που ήταν κωφή αλλά και τις τελευταίες στιγμές με τον μπαμπά του.

Ο ηθοποιός έχασε σε μικρή ηλικία τη μητέρα του, ο πατέρας του τον έστειλε σε ορφανοτροφείο στη Θήβα και μετά από πολλά χρόνια έμαθε ότι είχε άλλα 4 αδέρφια.

«Ο μπαμπάς μου, η μητέρα μου και τα αδέρφια μου, είμαστε 5, ήταν κωφοί. Δεν το γνώριζα ότι ήταν. Κάθε χρόνο τον έβλεπα τον μπαμπά μου στο ορφανοτροφείο αλλά δεν καταλάβαινα ότι ήταν κωφός. Εγώ πήγα στο ορφανοτροφείο, ο Νίκος πήγε στα καράβια, η αδερφή μου πήγε στο εξωτερικό γιατί απογοητεύτηκε από την Ελλάδα. Ο αδερφός μου ο κωφός πήγε σε σχολείο για κωφούς και πήγε τα Σαββατοκύριακα στον μπαμπά μου. Εγώ αποκόπτομαι τελείως από τον οικογενειακό δεσμό. Αισθανόμουν ότι άνηκα στην Θήβα.

Δραπέτευσα όταν μου ήρθε ένα χαρτί και έμαθα ότι είμαι γέννημα θρέμμα Αθηναίος και έπρεπε να πάω στρατό. Πάω στα δηματολόγια και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος μου είπε ότι είμαι Αθηναίος», ανέφερε.

Και προσθέτει: «Το σοκ το έπαθα όταν ήρθα Αθήνα. Μου έκανε εντύπωση η φασαρία, ήταν θορυβώθης πόλη, μέσα στα τσιμέντα ενώ εγώ είχα μεγαλώσει μέσα στο πράσινο. Πήγα να πάρω το τρένο, πανικοβλήθηκα και πήγα να γυρίσω Θήβα. Έπρεπε συνέχεια να ρωτάω και το χαρτί έγραφε τη διεύθυνση και δεν ήξερα τα μονά ζυγά. Πήγα στο πατρικό μου σπίτι, χτυπάω το κουδούνι και δεν ανοίγει κανείς.

Με είδαν από το μπαλκόνι και έκλαιγαν στη νοηματική και ήταν οι γονείς του Ζουγανέλη που ήταν θείοι μου. Ο πατέρας μου δεν με περίμενε ποτέ στην Αθήνα. Εκεί ξεκινούν τα δύσκολα, κοιμόμουν σε στρώμα θαλάσσης. Τον δικαιολόγησα και στεναχωριέμαι που δεν είναι εδώ να δει τον γιο μου. Του έκανα κηδεία και στη νοηματική αλλά δεν έκλαψα ποτέ, δεν το ένιωθα. Μου ζήτησε συγγνώμη ο πατέρας μου λίγο πριν πεθάνει.

Κοιταζόμαστε, τον πήρα αγκαλιά, με άφησε να τον αγκαλιάσω. Αισθάνθηκα ότι θα πεθάνει. Με πήρε ο αδερφός μου ο κωφός, ακούω κάτι κραυγές και είπα “Κατερίνα, ο μπαμπάς έχει φύγει”. Είδα κάσα έξω, μπήκα στο σπίτι και έσβησε στην αγκαλιά μου. Η κάσα ήταν αλλουνού».