Μελία Κράιλινγκ: «Απομυθοποίησα την αγιοσύνη που είχα “φορέσει” στον πατέρα μου για να αντέξω ότι δεν τον έβλεπα»
Τηλεόραση

Μελία Κράιλινγκ: «Απομυθοποίησα την αγιοσύνη που είχα “φορέσει” στον πατέρα μου για να αντέξω ότι δεν τον έβλεπα»

Μελία Κράιλινγκ: «Απομυθοποίησα την αγιοσύνη που είχα “φορέσει” στον πατέρα μου για να αντέξω ότι δεν τον έβλεπα»

Όσα είπε για τους Πανθέους, τις διαφορές του να δουλεύει στην Ελλάδα με έξω και την απώλεια του πατέρα της

Η Μελία Κράιλινγκ, η πρωταγωνίστρια της σειράς Οι Πανθέοι στον ΣΚΑΪ, μίλησε στη Στέλλα Χαραμή και το monopoli.gr.

Ήταν εύκολη η απόφαση να δουλέψεις για τους «Πανθέους», ν’ αφήσεις για λίγο πίσω τις υποχρεώσεις σου στο εξωτερικό ή να κυνηγήσεις μια νέα μεγάλη συνεργασία; Πήρες ρίσκο, με λίγα λόγια;

Ήταν δύσκολο ναι, αλλά για πρακτικούς λόγους. Δεν κυνηγάω ακριβώς συνεργασίες, ούτως ή άλλως δεν είναι και εφικτό έτσι όπως το φανταζόμαστε όλοι, διότι υπάρχει πολύ συγκεκριμένος τρόπος που μαθαίνεις για τις ακροάσεις και τα πρότζεκτ που γίνονται. Όμως είχα κι εγώ η ίδια, την ανάγκη να κάνω κάτι άλλο, να μάθω κάτι άλλο, με τη σκέψη πως αν μου αρέσει, τότε θα περάσω ευχάριστα και αν όχι θα έχω μάθει κάτι καινούργιο για μένα. Με το σύνδρομο της Πολυάννας πορεύομαι, όπως καταλαβαίνετε!

Πήρε χρόνο να συνηθίσεις την αλλαγή κλίμακας εργασίας από το Netflix σε μια σειρά ιδιωτικού καναλιού, όπως οι «Πανθέοι»;

Ναι, μου πήρε λίγο χρόνο. Είναι προφανώς μικρότερα όλα σε μέγεθος εδώ, αλλά ευτυχώς όχι σε επίπεδο αφοσίωσης. Όλα θέμα συνήθειας είναι. Είναι κάποιοι παράγοντες που καταλαβαίνω ότι δεν χρειάζονται σε παραγωγές μικρότερης κλίμακας και άλλα στοιχεία που έχω καταλήξει ότι είναι απολύτως απαραίτητα όποιο και είναι το μέγεθος της αγοράς· άλλα για πρακτικούς, άλλα για οικονομικούς και φυσικά για δημιουργικούς λόγους.

Επανεκτίμησες κάτι δουλεύοντας για τους «Πανθέους»;

Επανεκτίμησα το πόσο σημαντικό είναι να υπάρχει ο χρόνος για να γίνονται τα πράγματα. Σε καθημερινές σειρές δεν υφίσταται αυτό ούτε ως έννοια – πραγματικά. Είναι τόσο μεγάλη η πίεση του να τελειώσουμε το γύρισμα για κάθε επεισόδιο ώστε να είναι έτοιμο να παιχτεί, που βρισκόμαστε όλοι σε μια συνθήκη ηρωισμού, δηλαδή μια καθημερινή υπέρβαση των αντοχών μας, ώστε να βγει το αποτέλεσμα που βλέπετε. Το οποίο αποτέλεσμα μπορεί να έχει τις ατέλειές του, είναι όμως κινηματογραφικό, είναι γεμάτο αφοσίωση από κάθε συντελεστή, είναι γεμάτο από έναν χειροπιαστό καθημερινό αγώνα για κάτι καλύτερο από το χτες, κάτι αντάξιο των προσδοκιών όλων και γι’ αυτά όλα είμαι ειλικρινά πολύ περήφανη.

Αν συνεχίσουν να σου έρχονται προτάσεις από την Ελλάδα, θα ξαναμπείς στον πειρασμό;

Λέω από την αρχή ότι φυσικά θέλω να δουλεύω στην Ελλάδα. Απλώς στο θέμα της τηλεόρασης ή μιας ταινίας πρέπει να τηρώ κάποιες προϋποθέσεις που δεν είναι μόνο δικές μου, άλλα και των ατζέντηδων, του σωματείου, κ.τ.λ. Οπότε αυτό έχει να κάνει και με τη θέληση της παραγωγής. Στο θέμα του θεάτρου πρέπει να βρίσκεται ο χρόνος. Εδώ αποφασίζουν το ρεπερτόριο του θεάτρου, ένα, δύο, καμιά φορά και τρία χρόνια πριν καν ξεκινήσουν πρόβες. Αυτό είναι πολύ δύσκολο όταν δουλεύεις κατά κύριο λόγο στο εξωτερικό γιατί εκεί οι δουλειές κλείνονται μια έως έξι εβδομάδες πριν αρχίσουν. Δεν είναι απίθανο, άλλα είναι δύσκολος ο συγχρονισμός δυο εντελώς διαφορετικών νοοτροπιών εργασίας.

Αλήθεια, σε ενοχλούν οι ταμπέλες;

Με ενοχλούν με την έννοια του ότι είναι προβολές άλλων, δεν έχουν να κάνουν με μένα. Κάθε φορά πάω κόντρα στις προσδοκίες των άλλων· και ίσως αυτό να με παρακινεί κιόλας.

Δηλαδή;

Όταν παίζω έναν ρόλο πολύ δυναμικό και μετά με θέλουν για παρόμοιους ρόλους, πάω κόντρα, περιμένω μέχρι να βρω κάτι στην άλλη άκρη. Η Μάρμω ήταν μια τέτοια επιλογή για μένα. Η ταμπέλα της Αμερικανίδας εδώ, της Ελληνίδας έξω, επίσης τις βαριέμαι. Τις ταμπέλες του κουλτουριάρη ή του εμπορικού, τις αποβάλλω, δεν με αφορούν καθόλου. Γενικά, θεωρώ ότι είναι ένας πολύ απλοϊκός τρόπος να βλέπουμε τους άλλους γύρω μας, δεν μπορεί μια χούφτα από ταμπέλες να περιγράψουν όλο σου το είναι.

Η απώλεια του πατέρα σου, πόσο σε στιγμάτισε; Πόσο έχεις αλλάξει έκτοτε;

Η απώλεια του πάτερα μου είχε τρεις φάσεις. Η μια ήταν όταν χώρισαν οι γονείς μου και γύρισα με τη μητέρα μου στην Ελλάδα, άρα δεν τον έβλεπα συχνά και τον είχα στο μυαλό μου – σαν έννοια περισσότερο. Η δεύτερη φάση ήταν όταν απομυθοποίησα την αγιοσύνη που του είχα φορέσει για να αντέξω το ότι δεν τον έβλεπα. Και η τρίτη, όταν πια έφυγε από τη ζωή, οπότε κατάλαβα ότι έληξε η προθεσμία για τις απολαβές μια τεράστιας προσπάθειας. Γενικά, δύσκολο, ναι. Ζω περισσότερο με μνήμες άλλων γι’ αυτόν παρά δικές μου. Καμιά φορά κάνω τις μνήμες των άλλων και δικές μου, ψευδώς και άθελά μου – μάλλον για να γεμίσω τα διάφορα κενά.

Διαβάστε όλη τη συνέντευξη εδώ