Συγκλονιστικά είναι τα όσα φέρεται ότι υποστήριξε στο απολογητικό της υπόμνημα η Ειρήνη Μουρτζούκου, η καθ’ ομολογίαν δολοφόνος των 4 βρεφών.
Η 25χρονη μεταφέρθηκε το πρωί της Δευτέρας 14/7, από τη ΓΑΔΑ στις φυλακές Κορυδαλλού υπό αποδοκιμασίες.
Η Ειρήνη Μουρτζούκου ομολόγησε τις δολοφονίες των 4 βρεφών, ωστόσο δεν πήρε πάνω της σε καμία στιγμή τον θάνατο του μικρού Παναγιώτη, αφού έτσι κι αλλιώς αυτή η υπόθεση δεν ήταν ανάμεσα σε αυτές για τις οποίες κλήθηκε σε απολογία.
Η ίδια στην απολογία της φέρεται ότι καταφέρθηκε κατά της μητέρας της, ενώ έριξε την ευθύνη του θανάτου του μικρού αγοριού στη μητέρα του, Καλλιόπη.
Σταύρος Μπαλάσκας για Ειρήνη Μουρτζούκου: «Μπούρδες! Είναι μια κακούργα, μια γυναίκα φόνισσα!»
«Ήταν ο λόγος για τον οποίο ζούσα και έβρισκα δύναμη να ξεπεράσω τους “δαίμονές” μου. Αναφέρω ευθαρσώς πως, για τον θάνατό του, δεν έχω την παραμικρή ευθύνη, συμμετοχή, συνέργεια, αντιθέτως ευθύνεται η μητέρα του Καλλιόπη…
Η ανωτέρω Καλλιόπη… , όλους αυτούς τους μήνες προσπαθεί να με οδηγήσει στην ανάληψη της ευθύνης για τον θάνατο του παιδιού της, πλην μου είναι αδύνατον να “χρεωθώ” τον θάνατο της τελευταίας ελπίδας σωτηρίας της ζωής, της ψυχής, της ύπαρξής μου. Είναι χαρακτηριστικό πως, από την ημέρα θανάτου του Παναγιώτη (5/8/2024) έως και τον μήνα Ιούνιο του έτους 2025 με φιλοξενούσε, κρυφά, στην οικία της στην Αμαλιάδα, γεγονός ασφαλώς μη συμβατό με την, παρουσιαζόμενη δημοσίως, εικόνα της εξοργισμένης (δήθεν) μητέρας με τη “δολοφόνο” του παιδιού της», φέρεται ότι κατέθεσε για τον μικρό Παναγιώτη.
«Πράγματι, το μεν τα υπόλοιπα βρέφη ήταν βρέφη, ηλικίας έως 6 μηνών, ενώ ο Παναγιωτάκης ήταν μεγάλο παιδί, ηλικίας 15 μηνών, το δε τα υπόλοιπα βρέφη ήταν κορίτσια, ενώ ο Παναγιωτάκης ήταν αγόρι. Καταλυτικό ρόλο έχει διαδραματίσει και άλλος-η άνθρωπος, αφού δέχομαι συνεχείς και έντονες απειλές για τη ζωή μου και τη σωματική μου ακεραιότητα», πρόσθεσε.
Ειρήνη Μουρτζούκου σε καθηγητή ψυχιατρικής: «Εσύ καταλαβαινεις πολλά, φύγε!»
Σε άλλο σημείο, αναφερόμενη στη μητέρα της, φαίνεται τόνισε: «Η παιδική μου ηλικία ήταν άθλια. Η μητέρα μου όχι μόνο δεν εργαζόταν αλλά κυριολεκτικά η καθημερινή εικόνα που είχα μεγαλώνοντας ήταν: καφές, τσιγάρα και υπολογιστής. Ουδέποτε ασχολήθηκε μαζί μου ή με τα αδέρφια μου, αντιθέτως γι΄αυτήν ήμασταν «βάρος» που δεν της επιτρέπαμε να ζήσει την ζωή της. Μου επέβαλε να ζητιανεύω στις εκκλησίες για να της φέρνω χρήματα, με ανάγκασε να εκδίδομαι από την ηλικία των 15 ετών και με Έλληνες όσο και με αλλοδαπούς για να εισπράττει χρήματα».