Γιάννης Φλωρινιώτης: «Ήταν σπάταλος. Με τα λεφτά του βοηθούσε όλο τον κόσμο»
Πρωινές εκπομπές

Γιάννης Φλωρινιώτης: «Ήταν σπάταλος. Με τα λεφτά του βοηθούσε όλο τον κόσμο»

Γιάννης Φλωρινιώτης: «Ήταν σπάταλος. Με τα λεφτά του βοηθούσε όλο τον κόσμο»

Η οικογένειά του μιλά για τον πιο εκκεντρικό καλλιτέχνη

Η οικογένεια του Γιάννη Φλωρινιώτη βρέθηκε στην εκπομπή «Το Πρωινό» και μίλησε για το πώς ήταν πώς άνθρωπος, την αγάπη που έδινε σε όλους και το πόσο τους λείπει.

Ο εκκεντρικός καλλιτέχνης έφυγε από τη ζωή ύστερα από προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε και νοσηλευόταν στο νοσοκομείο.

Η σύζυγός του, Μάχη, μίλησε για τη γνωριμία τους αλλά και το πώς διαχειρίζεται την απώλειά του.

«Ήταν πολύ αυστηρός στην οικογένειά του. Είχαμε πάει σε ένα μαγαζί με τους γονείς μου και θέλαμε τους συγγενείς από τη Γερμανία να τους βγάλουμε έξω. Λέει ο πατέρας μου να πάμε στα μπουζούκια και πήγαμε στο μαγαζί που τραγουδούσε με τη Σακελλαρίου. Λέω “βλέπεις αυτόν που τραγουδάει; Θα γίνει άντρας μου”.

Δεν το πίστευα αλλά έτσι μου ήρθε και το είπα. Δεν ήμουν καν 17 χρονών τότε. Δεν πήγα στο καμαρίνι. Εγώ ήμουν αθώο παιδί. Ήρθε στο τραπέζι γιατί κάποιον ήξερε και μου έδωσε κρυφά το τηλέφωνό μου. Κάποια στιγμή μου είπε η νύφη μου να τον πάρω τηλέφωνο. Μετά από ένα μήνα τον πήρα, μου λέει “ξέρω ποια είσαι. Είσαι η Μάχη”. Έμεινα κάγκελο. Μου είπε να βγούμε και του είπα ότι δεν με αφήνουν οι γονείς μου.

Οι γονείς μου δεν ήθελαν να με παντρέψουν γιατί ήμουν μικρή. Στα 17 μου παντρευτήκαμε, ένα χρόνο μετά τη γνωριμία. Οι γονείς μου υπόγραψαν να παντρευτώ. Μετά το 1978 ξεκίνησε να γίνεται διάσημος. Δεν άλλαξε ποτέ! Στο πιο φτωχό σπίτι και στα πιο πλούσια ήταν το ίδιο. Δεν ξεχώριζε κανέναν! Για αυτό τον αγαπούσε ο κόσμος».

«Τα λεφτά του τα χαλούσε στον κόσμο»

Ήταν πολύ προστατευτικός μαζί μας και σπάταλος. Πληρωνόταν κάθε βδομάδα. Τις περισσότερες φορές μου έλεγε “δεν ήρθα με λεφτά. Γιατί ήρθα μια κυρία που είχε ανάγκη ή ένας άλλος που ήταν φυλακή”. Κάπνιζε πολύ και τώρα στο τέλος μου έλεγε “όλο μου φωνάζεις. Δεν αντέχω άλλο”. Είμαι χαμηλών τόνων και τώρα που του φώναζα του κακοφαινόταν. Τα λεφτά τα χαλούσε στα ρούχα και στον κόσμο.

Δεν έχω καταλάβει ακόμα ότι έχει φύγει. Ενώ τον είδα διασωληνωμένο. Δεν έχω καταλάβει τι μου συμβαίνει.

Τον ευχαριστούμε πολύ για αυτά που μας έχει μάθει, μας έχει διδάξει. Ενώ ήταν ένα παιδί από ορφανοτροφείο, ήξερε να δείχνει την αγάπη του. Όχι με λόγια αλλά με πράξεις.

Όταν τον είχα πρωτοπαντρευτεί και έλεγα ότι κάτι μου αρέσει, ενώ δεν έβγαζε πολλά λεφτά, έβαζε γραμμάτια και πήγαινε και μου τα έπαιρνε».

«Ήταν πολύ ξαφνικό, δεν το περιμέναμε»

Ο γιος του, Νίκος, εξομολογήθηκε: «Σαν πατέρας δεν υπάρχει! Αν ξαναγεννιόμουν, τον ίδιο θα ήθελα για πατέρα. Κάποια στιγμή είχαν κάνει λάθος διάγνωση και μας είπαν ότι θα πεθάνει. Πήγα ένα βράδυ και του λέω “τι έχεις;”. Και του είπα πώς αν ξαναγεννιόμουν, τον ίδιο πατέρα θα ήθελα. Το πίστευα! Ήταν ένας άψογος πατέρας. Το σπίτι μας ήταν πάντα ανοιχτό. Έδινε στον κόσμο λεφτά, έχει βοηθήσει πολύ κόσμο. Έδινε σε ορφανοτροφεία. Ευτυχώς ο πατέρας μας δεν ήταν ούτε τζογαδόρος ούτε τίποτα.

Σκεφτήκαμε να μιλήσουμε με την Άννα Φόνσου, να δώσουμε κάποια ρούχα στο “Σπίτι του ηθοποιού”.

Ήταν τόσο όμορφος, σαν να κοιμόταν. Ήταν πολύ ξαφνικό, δεν το περιμέναμε.

Η κόρη του, Άννα, θυμάται πώς ξεκίνησε να δουλεύει δίπλα του και περιέγραψε πώς ήταν οι τελευταίες στιγμές μαζί του.

«Ήμουν 15, ήμουν πρώτη Λυκείου και ξεκίνησα ως χορεύτρια. Του χορογραφούσα το μπαλέτο και κάποια στιγμή ξεκίνησα να δουλεύω μαζί του σε ένα μαγαζί στη Συγγρού. Πήγαινα χόρευα, με γυρνούσε σπίτι και ξαναγυρνούσε στο μαγαζί. Διάβαζα στο καμαρίνι. Δεν δεν ήταν η μάνα μου θα ήμασταν στο δρόμο.

Ήμασταν οι πρώτοι που χτύπησε η κρίση. Όταν τον πλησίαζαν για τα λεφτά τα τελευταία χρόνια έλεγε ότι τα “έχει η Αννούλα”. Εγώ δεν τα δίνω ούτε για τον πυρετό μου. Του τα μάζευα τα λεφτά γιατί ήταν ικανός να τα δώσει όλα.

Έχει χαρίσει και πολλά ρούχα. Όταν έρχονταν θαυμαστές του ή άνθρωποι που έκαναν παρόμοια σόου, άνοιγε την ντουλάπα και τους έλεγε να διαλέξουν ποιο θέλουν.

Όταν έφυγε γιατί ήμουν από πάνω, τον είχα αγκαλιά και του έλεγα “Φτου σου, πόσο όμορφος είσαι”. Δεν τον άφηνα, τον είχα αγκαλιά, τον είχα σφίξει και έλεγα ότι θα τον ετοιμάσω εγώ.

Οι άνθρωποι είχαν κάτσει σε μια γωνία και με κοιτούσαν. Τους έλεγα “μην αγχώνεστε. Θα τα κάνω εγώ όλα σπίτι μου”. Οι γιατροί καθόντουσαν σε μια γωνία, δεν μου μιλούσαν και με περίμεναν».