Λάκης Γαβαλάς: «Όποτε πήγαινα δικαστήριο έβαζα κάποιον να μου κάνει ντεκαπάζ και πήγαινα στην κλούβα σαν να πήγαινα σε γύρισμα»
Ελλάδα

Λάκης Γαβαλάς: «Όποτε πήγαινα δικαστήριο έβαζα κάποιον να μου κάνει ντεκαπάζ και πήγαινα στην κλούβα σαν να πήγαινα σε γύρισμα»

Λάκης Γαβαλάς: «Όποτε πήγαινα δικαστήριο έβαζα κάποιον να μου κάνει ντεκαπάζ και πήγαινα στην κλούβα σαν να πήγαινα σε γύρισμα»

Ανεπάναληπτος και μοναδικός, διηγείται πώς κατάφερε να αντέξει στη φυλακή

Στο Bovary και στον Αριστοτέλη Σπηλιωτόπουλο  μίλησε ο Λάκης Γαβαλάς και όπως πάντα περιέγραψε τη ζωή του στη φυλακή με τον δικό του ανεπανάληπτο τρόπο.

«Κορυφή ήμουν και στη φυλακή. Όλοι με φώναζαν κύριο Γαβαλά. Δεν με πείραξε και δεν με άγγιξε κανείς. Από τον αρχιφύλακα μέχρι και τους φυλακισμένους. Περπατούσα σαν να είμαι σε 12ποντα τακούνια, αγέρωχα και ωραία, και έβαζα το άρωμά μου. Το φαγητό ήταν αυτό που ήταν, αλλά τουλάχιστον βγήκα πιο αδύνατος. Απέκτησα μια εσωτερική δύναμη, την οποία δε με ενδιαφέρει να εξωτερικεύσω, την κρατώ για μένα.

Ήθελα να φέρω τον πνευματικό μου από το Άγιο Όρος για να κάνω εξομολόγηση και μου τον άφησαν μια φορά, αλλά με βάλανε σε ένα χάλια δωμάτιο. Το είδα σαν τιμωρία, σαν να μη το δεχόντουσαν. Μετά από ένα μήνα, τους ζήτησα να μου φέρουν εκείνοι έναν πάτερ για να εξομολογηθώ. Και μόνο αυτό αρκούσε για να εξουδετερώσει οτιδήποτε άλλο αρνητικό βίωνα εκεί μέσα.

Με άφηναν να βάψω και τα μαλλιά μου. Όποτε πήγαινα δικαστήριο έβαζα κάποιον να μου ντεκαπάζ και πήγαινα στην κλούβα για να πάω στο δικαστήριο, σαν να πήγαινα σε γύρισμα στην Cinecitta ή στο Λος Άντζελες. Είχα μεγάλο απόθεμα μέσα μου, επιτυχίας και δόξας, οπότε αντλούσα δύναμη από εκεί».

Επειδή δούλευα στον κήπο της φυλακής, έβλεπα τον ουρανό και αυτό με βοήθησε να μη νιώθω μοναξιά. Κάποια στιγμή πήγα στον διευθυντή και τον ρώτησα “πόσα άτομα βρίσκονται αυτή τη στιγμή κλεισμένοι εδώ μαζί μου;”. Μου απαντά 2100. Και του λέω “όλοι αυτοί είναι κομπάρσοι στο φιλμ που γυρίζω τώρα, στο οποίο υποδύομαι έναν φυλακισμένο”.

Είχα και ψυχολόγο, στον οποίο πήγαινα κάθε Δευτέρα. Δεν άκουσα ποτέ τη φωνή του, δεν μπορούσε να μιλήσει, μιλούσα μόνο εγώ.

Κάποια στιγμή ήρθε ο Μαζωνάκης στη φυλακή και πάμε στο γραφείο της διευθύντριας. Αυτή φορούσε ένα μπλε βερνίκι στα νύχια και κρατούσε το μπλε Bic στυλό στα χέρια της και τη ρωτάω “Καλά, πώς πετύχατε το ίδιο μανό με το Bic;” και μου λέει “αν θες να σου φέρω”. Και της είπα να μου το κάνει δώρο όταν θα βγω από τη φυλακή.

Πέρα από τον ψυχολόγο, την κοινωνική λειτουργό και τον αρχιφύλακα, στο «σετ» είχαμε και τους φυλακισμένους μάγκες με τα πούρα στο αρχιφυλακείο, οι οποίοι όταν περνούσα για να βγω στον κήπο μου έλεγαν «Έλα Λάκη μου, κάθισε να τα πούμε». Εγώ τους έκανα πλάκα και τους έλεγα «Παιδιά, έγκλημα δεν έχω κάνει, αυτοκτόνησαν τέσσερα αγόρια για μένα, τρεις γυναίκες είναι στο τρελοκομείο. Αυτά είναι όσα έχω να σας πω. Α! Και αν έρθει καμία από τις γυναίκες σας να σας επισκεφτεί, μπορεί να μου φέρει ένα τσιμπιδάκι για τα φρύδια;». Έτσι ήμουν και αυτό με έσωσε».

«Έχω μία σχέση, είμαι ευτυχισμένος»

«Είμαι ένα άτομο πολύπλευρο και συχνά αγαπώ νεότερα άτομα από μένα -και στις παρέες μου και στις γνωριμίες μου, που μπορεί αργότερα να εξελιχθούν σε ερωτικές. Στη ζωή μου είχε πάρα πολύ λίγες σοβαρές σχέσεις. Μόνο τέσσερις άνθρωποι κατάφεραν να με εξιτάρουν εγκεφαλικά και να δονούν το σώμα μου. Αυτά όμως τα άτομα δεν κατάφεραν να με κάνουν να πέσω στα πατώματα και πλέον στα 68 δεν πιστεύω πια ότι θα μου συμβεί. Και αυτό γιατί, επειδή είναι νεότερα τα άτομα, συνήθως αισθάνομαι ότι λειτουργώ ως γονιός. Οι σχέσεις μου, είτε είναι φιλικές είτε αισθηματικές, θέλω να εξελίσσονται και αυτό με κρατά, ώστε να μην πέσω στα πατώματα.

Τώρα έχω μια σχέση που είναι ωραία, είμαι ευτυχισμένος. Είναι όμορφο σε αυτήν την ηλικία να ακούς έναν νέο άνθρωπο να σε λέει “μωρό μου” και “αγάπη μου”, το εκτιμώ πάρα πολύ. Θεωρώ ότι είναι θείο δώρο, αλλά και μια μεγάλη ευθύνη. Γιατί πρέπει να διατηρήσεις στον άλλον την εντύπωση ότι είσαι το μωρό του» είπε ακόμα.