«Ο Σκουλός και το έγκλημα της “επωνυμίας”»
Ο Πέτρος πάει παντού

«Ο Σκουλός και το έγκλημα της “επωνυμίας”»

«Ο Σκουλός και το έγκλημα της “επωνυμίας”»

Ο Πέτρος Κωστόπουλος περιγράφει πώς μπορείς να μετατραπείς μέσα σε δευτερόλεπτα σε «χάρτινο στόχο»

Ότι πλέον η επωνυμία (αναγνωρισιμότητα, σελεμπριτισμός ή όπως αλλιώς θέλετε) και δη αυτή που έρχεται μέσα από το κουτί (αν και πια θα έπρεπε να μιλάμε για γιγάντια παραλληλόγραμμη πίτσα) είναι έγκλημα, είναι ένα γεγονός που τα social media όλων των μορφών σού το υπενθυμίζουν καθημερινά και με βίαιο, κυρίως, τρόπο. Σκιαχτικό.

Μετατρέπεσαι μέσα σε δευτερόλεπτα σε χάρτινο στόχο, σε σκοπευτήριο (από αυτούς που μάθαμε παλιά από τον επιθεωρητή Κάλαχαν για πρώτη φορά μάλλον) που σε πυροβολάνε όλοι και όπου σε πάρει ο καθένας, ανάλογα με το ενεργειακό φορτίο που έχει σε απλή κακία ή ζηλοφθονία (μόνιμο αρρωστάκι ψεκασμένο, την πέφτει σε ό,τι περπατάει), σε «μιλιταριστική» πολιτική ορθότητα ή στην ακροδεξιά, γκεμπελική, απλώς, ανθρωποφαγία.

Τελευταίο (μετά από εκατοντάδες άλλα) παράδειγμα, ο κριτής του GNTM, φωτογράφος Δημήτρης Σκουλός. Και για να εξηγηθούμε, με το συγκεκριμένο άτομο ούτε γνωστοί είμαστε, ούτε φίλοι, ούτε καν τον ακολουθώ ή με ακολουθεί στο Instagram! Ούτε βλέπω και GNTM. Είδα ένα βράδυ να έχουνε βγάλει και άνδρες μοντέλα και μελαγχόλησα βαριά με το θέαμα και όσα άκουγα.

Η φωτογραφία με τον άστεγο ξαπλωμένο στο πεζοδρόμιο δίπλα του την ώρα που φωτογραφίζει μοντέλο για κάποιο περιοδικό και όχι για το GNTM (λες και μ’ αυτό θα το έκανε χειρότερο σε κάποια μυαλά) είναι η διασημότερη φωτογραφία της εβδομάδας. Και ο Σκουλός ο κινούμενος στόχος στο καθ’ ημάς διαδικτυακό Hunger Games.

Το ρεπορτάζ που ακολούθησε λέει πως ο Σκουλός έψαχνε location για να φωτογραφίσει για έναν πελάτη του, έκοβε βόλτες από Κολωνάκι μέχρι Πανεπιστημίου με όλο το συνεργείο και το μοντέλο. Αφού φωτογράφισε κάπου στο Κολωνάκι, έκανε το ίδιο και στην Πανεπιστημίου.

Το ρεπορτάζ που διάβασα λέει ότι ο γνωστός σε εκείνο το σημείο άστεγος ήρθε και ξάπλωσε ενώ η φωτογράφιση είχε ξεκινήσει. Αλήθεια ή όχι ότι ήρθε μετά, δεν έχει καμία σημασία. Ουδείς αιμοδιψής ιντερνετικός εισαγγελέας (πονόψυχος και αλτρουιστής πάντα) θα το δεχόταν ως ελαφρυντικό. Ούτε βέβαια έχει καμία σημασία αυτό που γράφτηκε ότι ο άστεγος είναι και χρήστης, γιατί απλά ο άστεγος είναι άστεγος και ουδεμία περαιτέρω «ιδιότητα» παίζει ρόλο. Η δυστυχία αυτή δεν έχει ως γνωστόν ιδιότητες, ενώ για όσους ξέρουν, άστεγοι καταλήγουν τις περισσότερες φορές εξαρτημένοι και φτωχοί άνθρωποι. Η κοινωνία δεν δικαιούται να κάνει drug test όταν πρέπει να βοηθήσει. Ούτε το κράτος ούτε εμείς.

Το γεγονός είναι ένα, όμως. Ότι όλοι μας έχουμε περάσει από δίπλα του. Από τον άστεγο, εννοώ, αυτόν ή άλλον. Όπως γεγονός είναι ότι δίπλα στον Σκουλό (που δούλευε), εκεί, δούλευαν και εκατοντάδες άλλοι άνθρωποι. Αυτοί που έχουν εκεί ή παραδίπλα τα σουβλάκια, τις μπουτίκ, τους χυμούς, το μπαρ, τα δεκάδες γραφεία στην πολυκατοικία από πάνω ή δίπλα, κτηματομεσίτες, δικηγόροι, λογιστές και τελειωμό δεν έχει. Αυτούς δεν τους κατηγόρησε κανείς, γιατί κανείς δεν τους φωτογράφισε, γιατί κανείς δεν θα αγόραζε τη φωτογραφία τους. Άρα ως άγνωστοι, αθώοι.

Από όποια μεριά και να τράβαγε ο περαστικός ή ο παπαράτσι τη φωτογραφία, η δραματικότητα θα ήταν η ίδια. Ένας κουστουμάτος με χαρτοφύλακα να περιμένει το φανάρι δίπλα, όπως 10 φορές κάθε μέρα, ένας μπουκωμένος με πιτόγυρο από πίσω, δύο κυρίες αλά μπρατσέτα να περπατούν και να κοιτάζουν στο βάθος (αποφεύγοντας να κοιτάξουν κάτω) μπας και δουν τη ζώνη του λυκόφωτος, μια παρέα πιτσιρικάδων μέσα στην καλή χαρά ή ο περιπτεράς που τον βλέπει κάθε μέρα μέσα από το παραθυράκι του. Ή αν ακόμη και ο φακός δεν είχε πρόσωπα αλλά τον τράβαγε ξαπλωμένο, ημιλιπόθυμο ανάμεσα σε χιλιάδες πόδια που θα περνάνε δίπλα του 24 ώρες, χωρίς να κατέβει κανένα χέρι να τον σκουντήξει αν ζει ή αν πέθανε. Δεν είναι θέμα ενός ανθρώπου που δουλεύει εκεί δίπλα, είναι ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα που όλο και διογκώνεται.

Είναι προφανές ότι ένας (και) τηλεοπτικός φωτογράφος με μοντέλο παραδίπλα κάνει το μήνυμα σαφώς πιο έντονο και αποτελεσματικό για τη διπολική τρέλα που ζούμε πια και σε αυτήν την πόλη. Όμως είναι προφανής και η υποκρισία να σταυρωθεί ο Σκουλός. Μήπως μπορούσε π.χ. να δώσει βοήθεια, λες και ήταν ατύχημα, και από τα χιλιάδες άτομα που πέρασαν εκείνη τη μέρα από εκεί μόνο αυτός ως γνωστή τηλεοπτική περσόνα έπρεπε να το κάνει; Ή μήπως αν φωτογράφιζε 15 μέτρα παραπέρα, έτσι ώστε ο άστεγος να μην μπορεί να μπει στο κάδρο, θα ήταν αθώος; Κρατάμε τις αποστάσεις και εδώ είναι η κατηγορία;

Αν ήταν απλά ένας άγνωστος φωτογράφος, θα νοιαζόταν κανείς να τον ψάξει και να τον καταγγείλει; Γιατί να κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας, κάνοντας τάχα τους αθώους και αφελείς, ενώ απλά τη βίαιη αποκαθήλωση ενός ακόμη «μαλάκα» τηλεοπτικού σελέμπριτι (τι σκατά λέξη είναι και αυτή…) θέλουμε;

Και να πεις ότι ήταν ένα κράξιμο, να πάει στο διάολο. Μιλάμε για θυμό, μίσος, κακία, βλαστήμιες, μια βιαιότητα λεκτική που μόνο σε ξύλο θα μπορούσε να καταλήξει, με αποδέκτη τον Σκουλό. Μόνο γκαντέμιασμα σε πιάνει για αυτό το ανθρωποκυνηγητό και για αυτούς που το κάνουν κατ’ εξακολούθηση με ή χωρίς μάσκα.

Ο Σκουλός ήταν το πιο πρόσφατο θύμα αυτής της νέας κοινωνικής ασθένειας που εκδηλώνεται όλο και πιο έντονα. Από τη μια μεριά ένας ακατανόητος θαυμασμός για πρόσωπα που απλά βγαίνουν σε ένα γυαλί για να δουλέψουν (έχω δει ανθρώπους να φιλάνε τα χέρια τηλεοπτικών) έστω και αν εκφράζουν το απόλυτο κενό και από την άλλη ένα μίσος και ένα δολοφονικό καρτέρι σε όποιον έτυχε να τον μάθει και κάποιος άλλος πέρα κι από τον θυρωρό του.

Εδώ «μαχαίρωναν» ολόκληρο Τσιόδρα κάποια ζώα! Και βέβαια, όσοι καταγγέλλουν και βρίζουν με κάθε ευκαιρία με πάθος και λέξεις-δηλητήριο, προφανώς είναι καλοί άνθρωποι που σταματάνε πάνω από κάθε άστεγο και τον ταΐζουν, δίνουν χρήματα στη Διεθνή Αμνηστία, βοηθάνε στην Καρδίτσα και στο Μάτι, δεν «κρύβουν» από την Εφορία, δεν βρίζουν στο φανάρι, δεν τσακώνονται με τη γυναίκα τους, δεν κερατώνουν, δεν μισούν τους πρόσφυγες και τα παιδιά τους. Αυτά τα κάνουν μόνο κάποιοι σαν τον Σκουλό και τους ομοίους του, ας πούμε.