«Το ξύλο, τη διαβολή, τον φθόνο, τη χαιρεκακία που έφαγε η Ρούλα διαχρονικά, δεν τα έχει φάει άλλη γυναίκα»
Ο Πέτρος πάει παντού

«Το ξύλο, τη διαβολή, τον φθόνο, τη χαιρεκακία που έφαγε η Ρούλα διαχρονικά, δεν τα έχει φάει άλλη γυναίκα»

«Το ξύλο, τη διαβολή, τον φθόνο, τη χαιρεκακία που έφαγε η Ρούλα διαχρονικά, δεν τα έχει φάει άλλη γυναίκα»

Ο Πέτρος Κωστόπουλος γράφει για την υποκρισία του Τύπου την εποχή του ΚΛΙΚ και εξηγεί γιατί οφείλει πάρα πολλά στη Ρούλα Κορομηλά

Είδα τη Ρούλα στον Νίκο και ένιωσα ένα back to the future, σαν να μπήκα στη μηχανή του χρόνου, γυρνώντας πίσω 25 ολόκληρα χρόνια.

Υπάρχουν πολλά μέτρα, που βρίσκεις μεγαλώνοντας, για να κρίνεις τους ανθρώπους.

Ο ένας κριτής είναι όπως καταλαβαίνετε ο χρόνος. Μέσα στην πορεία του χρόνου δεν μπόρεσε κανένας να κρυφτεί. Ο δεύτερος είναι οι ίδιες οι διακυμάνσεις της ζωής σου. Αλλιώς είναι οι άνθρωποι όταν είσαι σε θέση δύναμης (ο καθένας στα κυβικά του) απέναντί σου και αλλιώς οι περισσότεροι όταν η ζυγαριά της ζωής σου πάει προς τα κάτω. Έχουν μια τάση να γίνονται αόρατοι άνθρωποι που εμφανίζονται διαρκώς απρόσκλητοι μπροστά σου, ξαφνικά, για να σου κάνουν ένα χαριτωμένο «τζα»!

Όταν συμβεί αυτό, μη μπεις στη μηχανή του χρόνου να πας πίσω, να θυμηθείς πώς ήταν κάποτε με σένα αυτοί οι άνθρωποι. Τζάμπα στεναχώρια είναι. Απλά μάθε και ξέχασε. Και ζήσε με αυτούς που έχεις.

Δεν είσαι κοσμηματοπώλης για να τους γλείφεις όλους. Που έχουν λεφτά, εννοώ. Κάθε επάγγελμα έχει τις δουλείες του, τι να κάνουμε τώρα;

Τη Ρούλα δεν την ξέχασα. Ούτε κανένας εδώ που τα λέμε την ξέχασε, διότι έγραψε τη δική της ιστορία. Λες «Ρούλα» και το μυαλό σε μία πάει ακόμη. Το θέμα είναι ο επεισοδιακός τρόπος του τη γνώρισα!

Μια παρένθεση για το ΚΛΙΚ και την υποκρισία του Τύπου

Τότε ήμουν διευθυντής του ΚΛΙΚ, που ανήκε στον Άρη Τερζόπουλο. Ήταν ένα περιοδικό που άλλαξε την ιστορία των περιοδικών στην Ελλάδα, όσο και να θέλουν κάποιοι “ανύπαρκτοι” (τύπου πρώτη φορά Αριστερά, στο ύφος…) ή άσχετοι να παραποιήσουν την ιστορία, απλά και μόνο γιατί αντιπαθούν εμένα.

Έφερε άλλη γλώσσα στον Τύπο, μίλησε με άλλον τρόπο για μια σειρά από κοινωνικά θέματα που ήταν ταμπού τότε, όπως οι gay, το Aids, τα ναρκωτικά, έφερε τις ωραιότερες φωτογραφίσεις ever (μέχρι τότε) στον ελληνικό Τύπο, είτε αγοράζοντας τους μεγαλύτερους ξένους φωτογράφους ή προβάλλοντας μια νέα γενιά υπερταλαντούχων νέων Ελλήνων φωτογράφων.

Είχε συνεντεύξεις μεγάλων σταρ από το εξωτερικό, αποκλειστικές φωτογραφίσεις τους, όπως το περιβόητο τεύχος με τη Μαντόνα γυμνή στον δρόμο αλλά και συνέπλεε με μεγάλα περιοδικά του εξωτερικού για τα γεγονότα στην πλατεία Τιεν Αν Μεν του Πεκίνου, όπου τα τανκς σταμάτησαν τους φοιτητές. Και όπως είπα παραπάνω άλλαξε τη γλώσσα στον Τύπο μιας και όλοι λάου λάου υιοθέτησαν μια φρεσκαδούρα στον λόγο αφήνοντας μια καθωσπρεπίστικη ημικαθαρεύουσα.

Και είχε πλάκα, χιούμορ, κριτική ή και κράξιμο καταστάσεων αλλά πάντα με γέλιο.
Μου έχουν «ζαλίσει τα ούμπαλα» ότι είχε σεξ παντού! Τι είχε, ρε ανόητοι; Μήπως ήταν Playboy ή Penthouse με φάτσα-κάρτα τα πουλιά στα τέσσερα και δεν το ξέραμε, ανόητοι; Τα οποία -Playboy και Penthouse- κανείς δε σχολίασε και κανείς δεν ακούμπησε! Το ΚΛΙΚ, το μεγαλύτερο και πιο μοντέρνο περιοδικό τούς μάρανε!

Γράφαμε αστεία κείμενα με θέμα το σεξ σε μια εποχή που οι άνθρωποι φοβόντουσαν ακόμη να πουν και τα όνειρά τους. Έγραφαν, μετά την καταστροφή, ότι είχε φτάσει, λέει, να βγάλει όλα τα είδη του πέους φωτογραφίες! ΠΟΣΗ ΑΛΗΤΕΙΑ… Ήταν απλά σκίτσα(!!), αστεία, δώσαμε στο καθένα ένα γελοίο όνομα και… ΔΕΝ ΤΑ ΚΑΝΑΜΕ ΕΜΕΙΣ, για να καταλάβετε το μέγεθος της διαστρέβλωσης!

Τότε η κοπέλα μου ήταν Αυστραλή, μοντέλο μεγάλου διαμετρήματος που πέρασε απ’ την Ελλάδα για ολιγοήμερες διακοπές και «κόλλησε» στα γαλάζια νερά του Αιγαίου για πολλά χρόνια, η Φιλίππα Μάθιους. Σαν καλή Αυστραλή, διάβαζε αυστραλέζικα ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ περιοδικά. Έχει σημασία το γυναικεία. Σε ένα από αυτά, το CLEO, είδαμε μια μέρα τις καρικατούρες με τα πέη και πεθάναμε στα γέλια.

Τα πήρα όπως ήταν, με πολύ μεγαλύτερη δόση χαβαλέ και γέλιου και τα βάλαμε στο ΚΛΙΚ! Σκάνδαλο για υποκριτές και Φαρισαίους! Για Αυστραλούς σκέτη πλάκα και επιμόρφωση, να ξέρουν τα κορίτσια τι θα δουν στη ζωή τους.

(Αλλού πήγαινα, τον καημό μου έβγαλα μετά από χρόνια που ακούω τον κάθε μαλάκα να συκοφαντεί και να σπιλώνει μια ιστορία).

Αν κατήγγειλαν εμένα για σεξουαλικά κείμενα, τα ζώα και οι βαλτοί, έπρεπε να κρεμάσουν στο Σύνταγμα τον Λαμπράκη και τον Ψυχάρη που έβγαζαν το Cosmopolitan, το οποίο κάθε φορά είχε και καμία δεκαριά άρθρα τύπου “πώς να τον πάρετε τη μέρα, τη νύχτα, στη δουλειά, με το αφεντικό, με κεριά, με δονητές, όρθιες, καθιστές, στο μπαλκόνι, στο πάρκο αλλά και με τον ηλεκτρολόγο (και ο υδραυλικός μάς κάνει)”.

Το… κουνέλι έκαναν όλοι αυτοί, τάχα ότι δεν έβλεπαν ούτε το Playboy του Φιλιππόπουλου που… το είχε πάντα φάτσα κάρτα, κάτι που δεν κάναμε ποτέ, ούτε το Cosmopolitan του Λαμπράκη-Ψυχάρη. Αμάσητα τα κατάπιναν. Γαργάρα.

Η εμπειρία μου με τη Ρούλα

Τότε, λοιπόν, για μας που το παίζαμε… προχωρημένοι, μοντέρνοι και κοσμοπολίτες και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, η τηλεόραση ήταν ένα ωραίο μέσο σχολιασμού με σαρκασμό και πλάκα. Μας φαινόταν λαϊκιά και εδώ που τα λέμε ήταν. Μπροστά βέβαια στη σημερινή τηλεόραση, μάλλον έργο τέχνης ήταν για να το βάλουμε στο ΜΟΜΑ (Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης ΝΥ).

Για όλους λέγαμε μια μαλακία. Ο Χατζηνικολάου (μετέπειτα πολύ καλός μου φίλος, είμαι και νονός του γιου του) πήρε να με βρίσει που του κάναμε πλάκα ότι μιλάει αργά και σφυρίζει μιλώντας. Λέγαμε και χοντράδες μιας και όλοι ήταν στα 20 something και δεν είχαν ακόμη… κόφτη στον λόγο!

Η αγαπημένη μας, λοιπόν, τότε για κριτική, γέλιο, κράξιμο ήταν η μεγαλύτερη star ήδη της ελληνικής τηλεόρασης, η Ρούλα Κορομηλά, της οποίας η σχέση με τον Ιταλό σκηνοθέτη Σαρτίνι έπαιζε πρώτο θέμα κάθε μέρα σε όποιο έντυπο ασχολούνταν με τέτοια θέματα. Πώς είναι ας πούμε Ελένη-Μάκης; Και δυο φορές παραπάνω μιας και δούλευαν μαζί. Τότε δεν υπήρχε κουτσομπολίστικη τηλεόραση. Ούτε την ξέραμε τη γυναίκα, ούτε προηγούμενα είχαμε. Όλους τους μάθαμε με το που βγήκε η ιδιωτική τηλεόραση.

Με την Τζένη, τον Γιάννη Λάτσιο και τη Ρούλα το 2011

Τέλος πάντων, γελάγαμε με το αλήστου μνήμης σόου CIAO ANT1, το πρώτο σόου ιταλικού τύπου -αλά Ραφαέλα Καρά. Τραγουδιστές, μπαλέτα, γκομενάκια χωρίς ρόλο (οι «Τσαούσες» όπως τις έλεγε αργότερα ο Γιώργος Μαρίνος- από κει ξεκίνησε κι η Ζέτα Μακρυπούλια) και μια Ρούλα που αλώνιζε επί σκηνής! Μόνο για το μπούστο της γράφαμε καλά λόγια – το χε η γυναίκα!-και το αναδεικνύαμε! Βέβαια μετά κατάλαβα ότι κάποιοι/ες στο περιοδικό που την «έθαβαν» ήτανε κρυφοί γκρούπις!

Και το σωτήριο έτος 1994 «σκάει» το μεγάλο μπαμ! Φεύγει η Ρούλα από τον ΑΝΤ1 και πάει στο Mega! Χαλασμός κόσμου! 10 φορές πάνω βαβούρα από το “ο Σπανούλης πήγε στον Ολυμπιακό”! Αγωγές (ακόμα κάπου βρίσκονται), θεωρίες συνωμοσίας, δηλώσεις βαριές… Η Ρούλα είχε ανοίξει πόλεμο με τον πιο χαρισματικό, τελικά, για αυτή τη δουλειά, ιδιοκτήτη καναλιού, τον παντοδύναμο Μίνωα Κυριακού. Ο οποίος δεν ήταν μόνο επιχειρηματίας αλλά και “εραστής” της τηλεόρασης και τηρούσε τον λόγο του. Respect.

Και πριν στεγνώσουν τα μελάνια, έρχεται η είδηση ότι η Ρούλα αρχίσει υπερσόου υψηλών προδιαγραφών στο Mega με σκηνοθέτη τον Στέφανο Σαρτίνι. Από τη μία μεριά το πιο σοβαροφανές Mega και από την άλλη η «βόμβα» της μετακίνησης, είχαν δημιουργήσει ένα σασπένς για το τι θα έβγαζαν στον αέρα τότε! (Μη γελάτε! Τότε ήταν αρχή και όλα συνέβαιναν για πρώτη φορά, δεν είναι όπως τώρα που όλα επαναλαμβάνονται σαν φαρσοκωμωδία). Αναρωτιόμασταν ποιον θα καλούσε για το «μπαμ» της έναρξης. Μια στελεχάρα μας στο περιοδικό, ο Βαγγέλης Περρής (ένας άνθρωπος που αγαπώ 30 χρόνια), ανέλαβε out of the blue την αρχισυνταξία στην εκπομπή της Ρούλας, στο “Μπράβο Ρουλα”. Και μια μέρα στα καλά του καθοουμένου με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει στην ψύχρα, με λίγο κράτημα βέβαια, ότι η Ρούλα θέλει εμένα για πρώτο καλεσμένο! Νόμιζα ότι μου ‘κανε πλάκα!! “Πας καλά, ρε μαλάκα;» είπα και έμεινα “παξιμάδι”.

Θα πίστευα ότι είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα ήθελε να καλέσει η Ρούλα στην πρεμιέρα της εκτός κι αν ήθελε να με βρίσει δημοσίως!

Δεν είχαμε γράψει, βέβαια, καμιά χοντράδα (όπως συνηθίζεται σήμερα που ο κανιβαλισμός είναι το ανώτερο στάδιο του κομπλεξισμού και του αγάμητου) αλλά δεν την αφήναμε σε χλωρό κλαρί.

Από την άλλη, ντρεπόμουνα κιόλας μήπως πηγαίνοντας ξεπουλούσα τις αρχές του ΚΛΙΚ! (Τόσο γκάου ήμουνα) ότι θα άφηνα το μοντέρνο να πάω στο λαϊκό. Έφτασα να κάνω συσκέψεις στο περιοδικό με όλα τα στελέχη λες και αντιμετωπίζαμε εθνική κρίση. Άλλες εποχές…

Ταυτόχρονα ο Περρής δε σταμάτησε να με παίρνει και να με «ψήνει». Μου είπε κι άλλα, που με τρόμαξαν, ότι θα τραγουδάγαμε και θα χορεύαμε με μπαλέτο! Ότι θα έφερνε μια πασίγνωστη ξένη να της κάνω συνέντευξη.

Τελικά πήρα… έγκριση από τους υπόλοιπους αλλά κάπου μάλλον με «έτρωγε» ο κώλος μου να κάνω και καμιά χαριτωμένη μαλακιούλα. Σαν παλιός κομμουνιστής, μπλοκαρισμένος ένιωθα, άφηνα το ελαφρύ στη ζωή μου απ’ έξω, δυστυχώς. Χαμένος χρόνος.

Βρέθηκα με τη Ρούλα πρώτη φορά σε μια αίθουσα χορού. Μιλήσαμε κουλαριστά, σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. Της είπα ότι φοβάμαι ότι θα γίνω ρεζίλι με τραγούδια και χορούς. Μου απάντησε καθησυχαστικά. «Μη φοβάσαι, θα πλακωθούμε στις πρόβες και θα σκίσεις». «Άει καλά», σκέφτηκα. Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά. Τον χορό του Ζαλλόγου θα χόρευα, σκεφτόμουν. Πλακωθήκαμε λοιπόν σε ασταμάτητες πρόβες. Ο Φωκάς Ευαγγελινός μάς ανέλαβε και κάθε μέρα έκανα πρόβα και λες ετοιμαζόμουνα για τα μπαλέτα του Μωρίς Μπεζάρ.

Η Ρούλα μού φερόταν σαν να με είχε υιοθετήσει! Με εμψύχωνε και έβλεπα ότι νοιαζόταν για μένα όσο και για τον εαυτό της. Με συγκίνησε. Την ίδια ώρα ο Φωκάς είχε το δυσκολότερο έργο. Να δώσει λίγη κίνηση και χάρη σε κάποιον που ένιωθε σαν ψυγείο με ρόδες. Με απίστευτη υπομονή και ακόμη περισσότερη… στοργή και αγάπη με «ξεκόλλησε». Και στήλη άλατος μπορεί ο Φωκάς να την κάνει να χορέψει!

Πέρναγα πάρα πολύ ωραία. Ήταν μια προετοιμασία αμερικάνικων προδιαγραφών, από αυτές που δεν υπάρχουν πια στην ελληνική τηλεόραση. Δεν ήθελα να τελειώσει. Και με τη Ρούλα γίναμε πολύ γρήγορα φίλοι. Διάλεξε μάλιστα για την έναρξη μουσικό κομμάτι -προς τιμήν της μάλιστα- που μου πήγαινε πιο πολύ και στην πλάκα και στην ροκ-μπλουζ διάθεσή μου.

Όλα τα άλλα είναι ιστορία. Δε λιποθύμησα από φόβο και τρακ όταν ξεκίνησε η εκπομπή με το Everybody needs somebody των Blues Brothers και έπρεπε να βγούμε με το μπαλέτο στη σκηνή χορεύοντας. Όλα έγιναν. Μου έφερε πεσκέσι και την Μπριγκίτε Νίλσεν που τότε ήταν στα ντουζένια της και την έβαλε να με φλερτάρει κιόλας!

Και βέβαια στο μουσικό κομμάτι δεν έφερε ούτε λαϊκούς ούτε ελαφρείς, είχε την Άλκηστη Πρωτοψάλτη και τον Σταμάτη Κραουνάκη. Προφανώς ήθελε να στραφεί πια με όλους μας και σε άλλο κοινό.

Η Ρούλα μού πέταξε τα μάτια έξω με την ευκολία που παρουσίαζε, χόρευε, τραγουδούσε και μιλούσε συγκροτημένα Ελληνικά. Είδες η γραμματέας της ΕΡΤ εξέλιξη; Αυτό δεν το μπόρεσε καμία άλλη παρουσιάστρια. Ούτε η Μενεγάκη. Όταν τα κανάλια της πρότειναν βραδινό σόου, πάντα την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια. Δύσκολη δουλειά. Γι’ αυτό και όλες όσες παρουσίασαν σόου ήταν ακίνητες σχεδόν, σε μία θέση και απλά παρουσίαζαν τους διαγωνιζόμενου, κάτι σαν τη Ζέτα δηλαδή. Όμορφα, χαριτωμένα αλλά ακίνητα κορίτσια.

Η Ρούλα ήταν ο δικός μας Μικ Τζάγκερ (υπερβάλλω λίγο αλλά δεν πειράζει…) επί σκηνής! Ασταμάτητη, χιλιόμετρα έκανε σε 3 ώρες. Και στο μπλα μπλα; Ροδάνι!

Τη θαύμασα. Και προφανώς άλλαξα εντελώς ιδέα και για την ίδια. Δεν ήταν αυτή που παρουσίαζαν. Ούτε «καβαλημένη», ούτε bitch. Ένα κορίτσι αγχωμένο και τελειομανές ήταν. Και καλά έκανε.

Περίμενα κι εγώ με αγωνία την άλλη μέρα τα νούμερα τηλεθέασης. Πώς πήγε. Με πήρε η ίδια να μου τα πει. Το νούμερο ήταν εξωγήινο, σαν συνέντευξη της Βουγιουκλάκη! 64%!!! Ποσοστά σαν να ήταν στημένες εκλογές αυταρχικού καθεστώτος. Πέρασε το 80% κάποια τέταρτα!

Από τότε είχαμε μια αλληλοεκτίμηση και μια φιλία. Ποτέ δεν με πούλησε στα περιοδικά όπως άλλες φιλενάδες ή φίλοι μικρότερου σταριλικιού. Πάντα «τζάμι». Της χρωστάω ότι με ξεκόλλησε από σοβαροφάνειες και εμμονές αριστερόστροφου χαρακτήρα. Το χάρηκα που πήγα, το χάρηκα που τραγούδησα, που έβγαλα έξω την… αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι μου.

Και δεν τελείωσαν εδώ οι οφειλές μου προς τη Ρούλα. 15 χρόνια μετά, χάρη σε αυτή υπήρξε late night εκπομπή στην ελληνική τηλεόραση. Αυτή έπεισε τους Γερμανούς να κάνουμε δοκιμαστικά και να βγάλουμε στον αέρα το «Βράδυ με τον Πέτρο Κωστόπουλο», ό,τι καλύτερο έχω κάνει στην τηλεόραση. Και τα νούμερα το έδειξαν αλλά και το ότι τόσοι μετά από μένα έκαναν πανομοιότυπες εκπομπές. Αν δεν ήταν η Ρούλα δεν θα γινόταν ποτέ! Αυτή διατέθηκε να είναι και η πρώτη καλεσμένη στα δοκιμαστικά για να με ξεψαρώσει. Και ο Λιάγκας μετά.

Αυτά. Η Ρούλα, όπως παραδέχτηκε στον Νίκο Χατζηνικολάου, έκανε λάθη. Πολλά λάθη. Όλοι κάνουμε λάθη. Όποιος κάνει πολλά πράγματα κάνει και λάθη.

Το ξύλο όμως, τη διαβολή, τον φθόνο, τη χαιρεκακία που έφαγε η Ρούλα διαχρονικά, δεν τα έχει φάει άλλη γυναίκα. Και αυτό ήταν άδικο. Πολύ άδικο. Την κανιβάλιζαν ακόμη και όταν κινδύνεψε σοβαρά η ζωή της, ότι είναι χοντρή.

Όταν η γυναίκα ήταν τίγκα στην κορτιζόνη που σε κάνει διπλάσιο, για να μην πεθάνει. Μου το αποκάλυψε on air στο «Βράδυ» και έμεινα παγωτό. Όπως και όλοι. Μια σπάνια ασθένεια που μπορεί και να σε στείλει. Και όλα αυτά τα έκαναν άνθρωποι που παρουσιάζονται και ως πολιτικά ορθοί σήμερα! Και ευαίσθητοι.

Αυτά θυμήθηκα, λοιπόν, με τη Ρούλα, την πρώτη σταρ της ελληνικής τηλεόρασης, το κορίτσι της διπλανής πόρτας, το κορίτσι που ξεκίνησε από το πουθενά για να φτάσει όσο πιο ψηλά είχε ποτέ φανταστεί. Και αυτό πληρώνεται πολύ ακριβά τελικά εδώ που ζούμε.