«Ο Μάρκος, το bullying και ο πολιτικά ορθός λόγος…»
Δεν Κρίνω...

«Ο Μάρκος, το bullying και ο πολιτικά ορθός λόγος…»

«Ο Μάρκος, το bullying και ο πολιτικά ορθός λόγος…»

Ο Γιώργος Λιάγκας γράφει στο Znews με αφορμή τον θόρυβο που έχει προκαλέσει η ταινία του Σεφερλή

Όχι κυρία μου, δεν έχω δει τo “Χαλβάη” του Μάρκου (Σεφερλή), ούτε σκοπεύω να πάω να το δω, γιατί δεν είναι του γούστου μου αυτές οι ταινίες, ωστόσο είμαι σχεδόν σίγουρος για το περιεχόμενο και την πλοκή της. Σαν να τη έχω δει.

Όπως είμαι σίγουρος ότι ο Μάρκος είναι ένα αδιαμφισβήτητο και τεράστιο κωμικό ταλέντο.

Άλλη μια βεβαιότητα έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο Σεφερλής πάντα θα βρίσκεται στο στόχαστρο όλων όσοι θέλουν να περιχαρακώσουν τον εαυτό τους στη ποιοτική όχθη της τέχνης και θέλουν σώνει και καλά έναν πετυχημένο αντίπαλο και όχι όποιον και όποιον, για να τονίσουν ακόμα περισσότερο και πιο έντονα την δική τους διαφορά.

Εκεί όμως ξεκινάει ένας μεγάλος δημόσιος διάλογος. Ποιος τελικά κάνει το bullying; O Μάρκος που σατιρίζει ό,τι του φαίνεται διαφορετικό και πιστεύει ότι θα βγάλει γέλιο ή αυτοί οι θιασώτες και αυτόκλητοι προστάτες του ποιοτικού, που περιθωριοποιούν και στοχοποιούν τον Σεφερλή για το χιούμορ, τον τρόπο, αλλά κυρίως για τη επιτυχία του;

Και τελικά ποιος είναι αυτός που έχει το αλάθητο δικαίωμα της κρίσης και της απόφασης, αν όχι ο ίδιος ο λαός, σε μια ευνομούμενη και δημοκρατική κοινωνία;

Αν δηλαδή ο κόσμος πάει και τον βλέπει επί σειρά ετών και γεμίζει τα θέατρα και τις παραστάσεις του, γιατί εμείς θα πρέπει να τον κοντύνουμε στα μάτια αυτού του κόσμου για να αισθανθούμε καλύτεροι;

Τον Μάρκο τον έχω συναντήσει πολλές φορές μεσώ συνεντεύξεων. Τον είχα συναντήσει και ως τηλεοπτικό αντίπαλο, τότε που είχε πει και είχε κάνει πράγματα που με είχαν πειράξει, αλλά είπαμε στο πλαίσιο του χιούμορ και της πλάκας όλα συγχωρούνται.

Ή μήπως όχι; Ή μηπως κάποια πράγματα δεν πρέπει να συγχωρούνται;

Σε μια συνέντευξη που παραχώρησε προχθές είπε πολλές δικές του αλήθειες. Πως δεν είναι ομοφοβικός, πως δεν έχει κοροϊδέψει και χλευάσει κανέναν. Πως αυτούς τους χαρακτήρες τους προσεγγίζει με αγάπη τους κάνει χαριτωμένους τόσο που να τους αγαπάνε και τα παιδιά. Δεν κοροϊδεύει και δεν κάνει τίποτα περισσότερο από τον Χατζηχρήστο που κανε τον βλάχο, από τον Ρίζο που κανε καριέρα ως κοντός, και από τον Καπουτζίδη που έβαλε την Ζέτα να μιλάει με το “λιι” και με το “νιι”. Αναρωτήθηκε λοιπόν γιατί να είναι στο στόχαστρο.

Αυτή είναι η μια μεριά της αλήθειας. Μήπως οφείλουμε να δούμε όμως και την άλλη;

Η εισδοχή στη ζωή μας και η παραδοχή για την ανάγκη ύπαρξης πολιτικά ορθού λόγου έχει αλλάξει -και ορθά- κατά πολύ τα πράγματα.

Γιατί μπορεί όλα αυτά τα χρόνια και στον κινηματογράφο και στο θέατρο και στην τηλεόραση, να κοροϊδεύαμε και να γελάγαμε με την καρικατούρα του ομοφυλόφιλου, με τον γύφτο, τον βλάχο, τον κοντό, τον χοντρό, ποτέ ωστόσο δεν αναρωτηθήκαμε αν όλοι αυτοί οι χαρακτήρες ενοχλούνται, παρεξηγούνται, επηρεάζονται και πέφτουν ακόμα περισσότερο στη μαυρίλα τους, στην πιθανότητα να μην έχουν αποδεχθεί και να μην αισθάνονται βολικά με αυτή την ιδιαιτερότητα ή διαφορετικότητά τους.

Και έρχεται λοιπόν ο ορθά διατυπωμένος λόγος και βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Και αναδεικνύει και ορθά θα ξαναγράψω όλο αυτό το bullying που υφίστανται όλοι αυτοί οι άνθρωποι που χωρίς ποτέ να ερωτηθούν, χωρίς καν να έχουν επιλέξει εκείνοι το πώς είναι ή πώς γεννήθηκαν, έπεφταν συνεχώς και ανελέητα θύματα ενός κοινωνικού ρατσισμού που εντεινόταν και μέσω μια μορφής έστω λαϊκής, μαζικής και εύπεπτης τέχνης.

Και η πλάκα δεν σταματάει εκεί. Γιατί, κυρία μου, ο άνθρωπος που δέχονταν το πείραγμα, θα έπρεπε σώνει και καλά να γελάσει με αυτό, γιατί αν τολμούσε να μη γελάσει θα τον έλεγαν και κομπλεξικό από πάνω, χωρίς χιούμορ, που τόλμησε να πειραχτεί με τη σάτιρα που έκαναν κάποιοι άλλοι «καλύτεροι» και πιο σωστοί για να γελάσουν μαζί του.

Είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος με όλο αυτόν το δημόσιο διάλογο που έχει ξεκινήσει στην κοινωνία αλλά και στα σόσιαλ μίντια τα τελευταία χρόνια, για το πώς εξελίσσεται η σάτιρα και για το αν ας πούμε θα μπορούσε να υπάρχει σήμερα ένας Αριστοφάνης, για τον αν ολόκληρες σειρές θα μπορούσαν σήμερα να έχουν την ίδια αποδοχή.

Τα “Φιλαράκια” θα μπορούσαν σήμερα να σταθούν με το συγκεκριμένο χιούμορ τους; Ο φίλος μου ο Γιάννης Μπέζος θα γινόταν ως ρόλος αποδεχτός όταν έκανε τον ομοφυλόφιλο στους “Απαράδεκτους”; Το αντρικό χιούμορ του “50-50” θα χε άραγε την ίδια αποδοχή αν παιζόταν σήμερα;

Η Βλαχόπουλου θα μπορούσε να εκστομίσει την ατάκα “Σούζι και τρως και ψεύδεσαι”; Ο Ρίζος θα μπορούσε να υπερτονίζει ότι δεν ήταν και πρώτο μπόι και ο Παράβας να κάνει τον ομοφυλόφιλο στην ταινία «Φίφης ο αχτύπητος»; Ακόμα και τεράστια κωμικά ταλέντα όπως ο Μπένι Χιλ αμφιβάλλω πολύ αν θα μπορούσαν να σταθούν στις μέρες μας.

Και πάμε τώρα στο δια ταύτα.

Η ανθρώπινη φύση θα παραμείνει ανθρώπινη και είναι σαφές ότι αν κάτι το θεωρούμε αστείο, προφανώς και θα γελάσουμε με αυτό. Αυτή ειναι και η έννοια της σάτιρας εξάλλου. Μέσω της υπερβολής που έτσι κι αλλιώς εμπεριέχει, να προκληθεί το γέλιο. Και αυτό δεν πρέπει να μας το στερήσει κανείς.

Έχουμε όμως μια μεγάλη ευκαιρία. Αν ακολουθήσουμε τους κανόνες του πολιτικά ορθού λόγου, μπορούμε ειλικρινά γίνουμε όλοι μας καλύτεροι ως άνθρωποι και όχι κατ’ ανάγκην να αποστειρώσουμε το χιούμορ κι άρα τη ζωή μας.

Αυτό θα πρέπει να μας διδάξει ο πολιτικά ορθός λόγος. Το μέτρο. Και όχι κατ’ ανάγκην μια νέα λογοκρισία,  έναν νέο, σύγχρονο Μακαρθισμό.

Πώς έλεγε η διαφήμιση, “δεν θέλει κόπο. Θέλει τρόπο”.

Μπορείς και πάλι να πεις και να σατιρίσεις τα πάντα, αρκεί ο τρόπος να είναι γλυκός, καλοπροαίρετος και σε κάθε περίπτωση να σέβεται τις προσωπικότητες, τις απόψεις, τις επιλογές, ή τις ιδιαιτερότητες του καθενός.

Και στο τέλος τέλος ας ψαχτούμε και λίγο περισσότερο ως άνθρωποι, συγγραφείς, κειμενογράφοι, σεναριογράφοι και κωμικοί και ας ανακαλύψουμε άλλα μονοπάτια που θα βγάζουν γέλιο χωρίς κατ’ ανάγκην να θίγουν την αξιοπρέπεια των ανθρώπων.

Γιατί είπαμε. Ας δούμε τον πολικά ορθό λόγο ως ευκαιρία να βελτιώσουμε τα κακώς κείμενα και όχι ως αφορμή να βγάλουμε τις δικές μας καταπιεσμένες κακίες…