Η συγκλονιστική αφήγηση της Ιωάννας: «Ένιωσα πως χάνω τη λογική μου. Σκεφτόμουν µήπως ήμουν σε ψυχιατρική κλινική και µου το έκρυβαν»
Κοινωνία

Η συγκλονιστική αφήγηση της Ιωάννας: «Ένιωσα πως χάνω τη λογική μου. Σκεφτόμουν µήπως ήμουν σε ψυχιατρική κλινική και µου το έκρυβαν»

Η συγκλονιστική αφήγηση της Ιωάννας: «Ένιωσα πως χάνω τη λογική μου. Σκεφτόμουν µήπως ήμουν σε ψυχιατρική κλινική και µου το έκρυβαν»

Η 34χρονη που έπεσε θύμα επίθεσης με βιτριόλι περιγράφει τις μέρες της στο νοσοκομείο αλλά και τη δύσκολη στιγμή που είδε πρώτη φορά τα καμένα ρούχα της

Μια συγκλονιστική εξομολόγηση-συνέντευξη εξασφάλισε το περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφορεί εκτάκτως με τα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο». Η Ιωάννα Παλιοσπύρου, η 34χρονη γυναίκα που έπεσε θύμα δολοφονικής επίθεσης με βιτριόλι από μια άλλη, 35χρονη γυναίκα, μίλησε στη Σόνια Καζόνι και περιέγραψε την ημέρα που της άλλαξε τη ζωή αλλά και τις φρικτές στιγμές που έζησε προσπαθώντας να επουλώσει τις πληγές που της προκάλεσε το καυστικό υγρό.

«Φώναζα “Βοηθήστε µε, καίγομαι, πεθαίνω”»

Η Ιωάννα περιέγραψε τι έγινε τη μοιραία μέρα της επίθεσης μέχρι τη στιγμή που βρέθηκε πια στο νοσοκομείο.

«Ήταν πρωί και μόλις είχα φτάσει στο γραφείο. Τη στιγμή που μπήκα στην είσοδο συνέβη ό,τι συνέβη.

Η πιο δυνατή ανάμνηση που έχω είναι αυτή η έντονη, βαριά χημική μυρωδιά όταν έπεσε πάνω μου, στο πρόσωπό μου, ένα παχύρρευστο υγρό. Κατάλαβα αμέσως πως ήταν κάποιο οξύ. Δεν μπορώ να ξεχάσω τον αφόρητο πόνο που ένιωσα και τον μεγάλο πανικό που με κατέβαλε. Είχα την αίσθηση πως εκείνη τη στιγμή κάτι χάνω, πως φεύγει η ζωή μου και ένιωθα αβοήθητη και ανήμπορη.

Έφυγα ουρλιάζοντας, ζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια και πήγα ενστικτωδώς μέχρι το απέναντι φαρμακείο. Ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό. Πιστεύω ότι λειτούργησε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, της επιβίωσης. Έχουν χαραχτεί στο μυαλό μου οι τρομαγμένες εκφράσεις των ανθρώπων στο φαρμακείο. Δεν τολμούσε να με ακουμπήσει κανείς. Πάγωσαν, δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. Φώναζα «Βοηθήστε με, καίγομαι, πεθαίνω». Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να αντέξω, να παλέψω για να μη χάσω τις αισθήσεις μου. Μέσα στον πανικό μου, έναν πρωτόγνωρο πανικό και απελπισία, ένιωθα πως είμαι η μόνη που μπορούσα να με βοηθήσω.

Η φαρμακοποιός με γνώριζε, ψώνιζα κάποιες φορές από εκεί, έτσι από το φαρμακείο κάλεσαν συνεργάτες μου στην εταιρεία και εκείνοι με πήγαν στο Metropolitan».

«Ένιωσα πως χάνω τη λογική μου και τον εαυτό μου. Σκεφτόμουν πως έχω τρελαθεί»

«Δεν είχα καταλάβει καθόλου τι μου έχει συμβεί… πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση. Είχα αντιληφθεί πως μου είχαν ρίξει κάτι καυστικό και προσπαθούσα απλά να μη χάσω τον εαυτό μου, να μη χάσω το μυαλό μου, να μη χάσω επαφή με το περιβάλλον και να κατανοήσω τι γίνεται. Είχα μόνο ερωτηματικά. Ποιος; Γιατί; Μετά το ατύχημα με είχαν πάει στο Metropolitan αλλά την επόμενη μέρα με μετέφεραν στο Λάτσειο Κέντρο Εγκαυμάτων στο Θριάσιο. Εκεί από την πρώτη στιγμή βρέθηκε κοντά μου η γιατρός μου, η κυρία Καλοφώνου.

Το πρώτο διάστημα είχα μια άρνηση στο να κατανοήσω και να αποδεχτώ τι μου είχε συμβεί. Όσο περνούσαν οι μέρες, η γιατρός μου με ενημέρωνε για την κατάστασή μου – αλλά μόνο όταν εγώ τη ρωτούσα και μόνο μέχρι το σημείο που άντεχα. Κάποια στιγμή άρχισα να σκέφτομαι πως κάτι δεν καταλαβαίνω καλά, ένιωθα πως κάτι δεν πηγαίνει καθόλου σωστά. Πάγωνε το αίμα μου στις απαντήσεις που έπαιρνα αλλά δεν ήμουν καθόλου έτοιμη να το διαχειριστώ.

Ένιωθα μπερδεμένη. Αναρωτιόμουν μήπως κάτι άλλο εννοεί η γιατρός μου με αυτά που μου λέει. Έλεγα μέσα μου πως πρέπει να είμαι συνεργάσιμη, να είμαι καλή ασθενής, να μην εξωτερικεύω την αγωνία και τον πόνο μου, με την ελπίδα πως σε λίγες μέρες θα έκανα την ίδια ερώτηση και θα έπαιρνα μια καλύτερη, πιο αισιόδοξη απάντηση».

«Η κυρία Καλοφώνου είναι πάντα λιγομίλητη. Στις πρώτες μας συζητήσεις, πήρα μια βαθιά ανάσα και βρήκα το θάρρος να τη ρωτήσω όλα αυτά που στριφογυρνούσαν συνεχώς στο μυαλό μου. Η ερώτηση ήταν: Τι είναι αυτό που μου έχει συμβεί, αν θα κάνω κάποιο χειρουργείο και πότε θα μπορέσω να πάω στο σπίτι μου. Μέχρι τότε πίστευα αφελώς πως σε 2-3 εβδομάδες θα γίνω καλά και θα βγω, δεν είχα καμία εικόνα της πραγματικότητας.

Θυμάμαι πως μου είπε: «Αυτό που έχεις πάθει είναι πολύ σοβαρό, αυτό που σου έκαναν είναι πολύ κακό. Εγώ δεν είμαι εδώ για να εξετάσω το πώς και το γιατί συνέβη, εγώ είμαι εδώ για να γίνεις καλά. Θα πρέπει να οπλιστείς με υπομονή και να προετοιμαστείς για πολλά χειρουργεία». Στα λόγια της αυτά, θυμάμαι, μου κόπηκε η ανάσα. Ήταν η πρώτη φορά που αναρωτήθηκα τι έχω πάθει και χρειάζομαι τόσο πολλά χειρουργεία…

Πέρα από τους φρικτούς πόνους, ήμουν σε μεγάλο σοκ, δεν μιλούσα καθόλου, ούτε καν στη μητέρα μου. Προσπαθούσα να συγκροτήσω τις σκέψεις και τις δυνάμεις μου και να εξηγήσω με τη λογική όσα μου συνέβαιναν. Δεν ήξερα ποιος μου είχε επιτεθεί και γιατί βρισκόμουν σε αυτή την κατάσταση. Σκεφτόμουν πως –έστω συνειδητά– δεν έχω βλάψει κανέναν. Αναρωτιόμουν πώς ήταν δυνατόν να έχω ενοχλήσει κάποιον χωρίς να το έχω καταλάβει, ώστε να με μισεί τόσο που να με κυνηγά με μανία, ξανά και ξανά, για να με σκοτώσει. Δεν έβγαινε νόημα. Ένιωσα πως χάνω τη λογική μου και τον εαυτό μου. Σκεφτόμουν πως ή έχω τρελαθεί και δεν μου το λένε ή πως όλοι οι άλλοι είναι τρελοί.

Μου είχε περάσει από το μυαλό ότι ίσως μου έχουν στήσει μια καλοστημένη φάρσα και παρακαλούσα κάποιος να βγει και να πει πως είναι όλα ψέματα… Επειδή το αριστερό μου μάτι ήταν σοβαρά τραυματισμένο και δεν είχα καλή όραση, με είχαν συμβουλεύσει οι γιατροί να κρατώ όσο μπορώ κλειστά τα μάτια μου για να επουλωθεί η ουλή από το έγκαυμα. Έτσι, δεν είχα καθαρή εικόνα του ευρύτερου χώρου όπου βρισκόμουν. Σκεφτόμουν, λοιπόν, μήπως δεν ήμουν στο Λάτσειο, όπως μου έλεγαν, αλλά με είχαν φέρει σε ψυχιατρική κλινική και μου το έκρυβαν. Όταν κάποια στιγμή ήρθε να με πάρει ο τραυματιοφορέας μου, ο Μιχάλης, να με μεταφέρει στην οφθαλμολογική κλινική για να με εξετάσουν, όπως ήμουν στο καροτσάκι, εξουθενωμένη και με θολή όραση, προσπαθούσα σε πόρτες, διαδρόμους και ασανσέρ να δω και να ελέγξω τις ταμπέλες για να επιβεβαιώσω πως όντως είμαι σε νοσοκομείο – και όταν είδα μια σχετική επιγραφή ένιωσα μεγάλη ανακούφιση».

«Επέμενα να δω τα ρούχα μου. Ήταν κομμάτια ύφασμα που με το παραμικρό άγγιγμα διαλύονταν»

«Θα σου πω μία από τις πιο δύσκολες στιγμές μου… Ήταν όταν ζήτησα από τη μητέρα μου να μου δείξει τα ρούχα που φορούσα τη μέρα της επίθεσης. Ήξερα πως τα είχε ελέγξει η αστυνομία και μας τα είχε επιστρέψει. Η μητέρα μου το απέφευγε, αλλά εγώ επέμενα. Όταν άνοιξε τη σακούλα, κατευθείαν με έπνιξε εκείνη η φρικτή μυρωδιά του οξέος και μου ήρθε στο μυαλό αμέσως η εικόνα από το βλέμμα της τη στιγμή που μου έριχνε το υγρό.

Αυτά που ήταν μέσα στη σακούλα δεν ήταν ρούχα, αλλά σκισμένα κομμάτια ύφασμα που με το παραμικρό άγγιγμα διαλύονταν. Βλέποντάς τα σοκαρίστηκα. Αναρωτήθηκα, λες και δεν επρόκειτο για μένα, πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να βγήκε ζωντανός μέσα από αυτά τα κουρέλια. Δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη για αυτό που είδα και μετάνιωσα για την επιμονή μου να τα δω».