Σωτήρης Τσιόδρας: «Δεν φοβάμαι τον θάνατο από τον κορονοϊό αλλά τον πνευματικό θάνατο»
Κοινωνία

Σωτήρης Τσιόδρας: «Δεν φοβάμαι τον θάνατο από τον κορονοϊό αλλά τον πνευματικό θάνατο»

Σωτήρης Τσιόδρας: «Δεν φοβάμαι τον θάνατο από τον κορονοϊό αλλά τον πνευματικό θάνατο»

Όσα αποκάλυψε σε πρόσφατη συνέντευξή του

Ο Σωτήρης Τσιόδρας υπήρξε την περίοδο της καραντίνας ο αγγελιοφόρος των δυσάρεστων μαντάτων για τον κορονοϊό. Παράλληλα, είναι ο άνθρωπος που ενέπνευσε ασφάλεια στους πολίτες της χώρας μας με την καθημερινή ενημέρωση που παρείχε για την επιδημιολογική κατάσταση.

Ο επικεφαλής της επιτροπής των λοιμωξιολόγων μίλησε στο περιοδικό της Aegean Blue Magazine για την επίπονη διαδρομή στην πρώτη γραμμή της μάχης κατά του κορονοϊού. «Από την πρώτη στιγμή που βγήκα στην κάμερα, το μόνο που σκεφτόμουν είναι ότι πρέπει να πω την αλήθεια απέναντι στον κόσμο (όπως ήταν γνωστή εκείνη τη στιγμή) και ότι είμαι μέρος του όλου.

Όλο αυτό ήταν τεράστιο βάρος και μεγάλη ευθύνη. Κοινωνική ευθύνη, όχι ατομική, γιατί πάντα σκέφτεσαι μήπως πεις κάτι που δεν ερμηνευτεί σωστά ή που θα παρεξηγηθεί», ανέφερε.

Μια από τις τηλεοπτικές στιγμές που θα μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη του κοινού, είναι όταν ο Σωτήρης Τσιόδρας “λύγισε” μιλώντας για τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας. «Οι δηλώσεις μου για τους ηλικιωμένους ήταν μέσα από την καρδιά μου, αλλά ταυτόχρονα εξέφραζαν και την επιστημονική μου επιθυμία και τη δυνατότητα που έβλεπα ότι υπήρχε να τους προστατεύσουμε. Άρα ήταν ένα πάντρεμα των δύο.

Μίλησε η καρδιά μου. Και θέλω να πιστεύω ότι η πλειονότητα των ανθρώπων που ήταν στη θέση μου μιλούσαν με παρόμοιο τρόπο», εξήγησε και συνέχισε: «Δεν θα ξεχάσω τις στιγμές που βρεθήκαμε μαζί με τους συναδέλφους και την ηγεσία κοντά σε κόσμο που είχε ανάγκη να μας δει. Αλλά κι εγώ ήθελα να γίνω μέρος του κόσμου αυτού, κομμάτι του όλου, όπως συνέβη στις περιπτώσεις με τους Ρομά στη Λάρισα, με τους μετανάστες στο Κρανίδι.

Εκεί που έπρεπε να μην υπολογίσεις προσωπικά ρίσκα και κίνδυνο. Ενώ υπήρχαν και μέρη στα οποία αισθανόσουν την εσωτερική φωνή των ασθενών που σε καλούσαν να είσαι κοντά τους. Ή τη δική σου εσωτερική ανάγκη να είσαι δίπλα τους. Όπως όταν επισκέφτηκα κάποιες ΜΕΘ, ιδιαίτερα στην αρχή της πανδημίας, και έμεινα μαζί με τους ασθενείς».

Ο γνωστός λοιμωξιολόγος δεν δίστασε να αποκαλύψει τι είναι αυτό που τον φοβίζει περισσότερο. «Φοβάμαι το στίγμα, το να διακρίνεις τους ανθρώπους σε μολυσμένους και μη μολυσμένους. Φοβάμαι τη συνωμοσιολογία και το να επικροτεί κανείς τη μερική -όχι όλη την αλήθεια, και ακόμη χειρότερα το ψέμα.

Φοβάμαι το να μην έχεις την αντοχή να συζητήσεις και να συνδιαλλαγείς με την επιστήμη, μένοντας προσκολλημένος στη δική σου ιδεοληψία. Φοβάμαι τον θάνατο, αλλά ελπίζω σε μια άλλη ζωή. Όχι τόσο τον θάνατο από τον ιό, αλλά τον θάνατο τον πνευματικό, τον θάνατο των ανθρώπων που δεν μπορούν να διαβάσουν ένα βιβλίο ή ένα ποίημα, που δεν μπορούν να κλάψουν ή να τραγουδήσουν, να ακούσουν συναρπαστικές μουσικές, να μυρίσουν πνευματικά αρώματα, που δεν μπορούν να αγαπήσουν.

Νομίζω ότι μπορούμε να προβάλλουμε ως αντίβαρο την αλληλεγγύη, την ανάγκη για συνεχή αναζήτηση της αλήθειας και την επαναθεώρηση της ίδιας μας της ζωής μέσα από όλη αυτή την εμπειρία. Το να επαναξιολογήσουμε τον εαυτό μας, όχι ατομικιστικά αλλά να τον δούμε σαν ένα μέρος του συνόλου», εξομολογήθηκε.

Τέλος, σε ερώτηση για το πώς θα καλωσόριζε τους τουρίστες που έρχονται στην Ελλάδα για διακοπές, ο Σωτήρης Τσιόδρας δεν έχασε την ευκαιρία να μιλήσει για τις ομορφιές της χώρας μας, η οποία είναι από τις ασφαλέστερες χώρες του κόσμου: «Θα τους έλεγα ότι έρχονται σε μία πανέμορφη χώρα, την οποία εμείς οι ίδιοι συνέχεια ανακαλύπτουμε. Η χώρα μας είναι ασφαλής και έχει την εμπειρία και τη δυναμική να αντεπεξέλθει στη δύσκολη αυτή περίσταση.

Μία χώρα που βασίζεται στην επιστήμη, όπως απέδειξε στην πρώτη φάση της πανδημίας, και η οποία προσπαθεί με επιστημονικά κριτήρια να βάλει τους κανόνες της αντιμετώπισης του ιού. Μία χώρα η οποία μέχρι και τώρα, χάρη σε όλους τους Έλληνες, τα έχει καταφέρει πολύ καλά. Αυτή τη στιγμή παραμένουμε μία από τις ασφαλέστερες χώρες του κόσμου. Θα τους ευχόμουν να περάσουν υπέροχα».