Άλλη μία σοκαριστική μαρτυρία στο φως: «Με κακοποίησε βάναυσα γνωστός σκηνοθέτης του θεάτρου»
Νέα

Άλλη μία σοκαριστική μαρτυρία στο φως: «Με κακοποίησε βάναυσα γνωστός σκηνοθέτης του θεάτρου»

Άλλη μία σοκαριστική μαρτυρία στο φως: «Με κακοποίησε βάναυσα γνωστός σκηνοθέτης του θεάτρου»

Η περιγραφή μιας κτηνωδίας στη δημοσιογράφο Ναταλί Χατζηαντωνίου

Δεν έχουν τέλος οι καταγγελίες που προέρχονται από ηθοποιούς για τις τραυματικές εμπειρίες που έζησαν στα χέρια καταξιωμένων συναδέλφων τους και σκηνοθετών.

Άλλη μία, πολύ πιο σοκαριστική στην περιγραφή, έγινε στη δημοσιογράφο Ναταλί Χατζηαντωνίου και το 20/20 Magazine.

Ο Νίκος Σ. όταν ήταν 19 ετών το 2005, ήρθε στην Αθήνα με όνειρο να γίνει ηθοποιός αφού πρώτα περάσει σε δραματική σχολή. Τι έγινε τότε; Ένα φρικτό περιστατικό μετά τη γνωριμία του μ’ έναν ισχυρό σκηνοθέτη που θέλησε να τον… «βοηθήσει».

«Ήμουν 19 ετών, ήρθα στην Αθήνα από την επαρχία, δεν είχα καμία σχέση με το χώρο του θεάτρου και καμία εμπειρία, αλλά αγαπούσα το θέατρο και ήθελα να δώσω εξετάσεις σε σχολή υποκριτικής και γι’ αυτό έψαχνα να βρω έναν κατάλληλο μονόλογο, ένα ποίημα κι ένα τραγούδι που ζητούν οι σχολές για τις εξετάσεις. Η θεία μου (τότε ζούσα στην Αθήνα μαζί της) γνώρισε τυχαία, στο καφέ που δούλευε, ένα θεατρικό σκηνοθέτη και ηθοποιό, εκείνος γύρω στα 40 τότε και ήδη πολύ προβεβλημένο και καταξιωμένο στο χώρο του, με βαρύ οικογενειακό όνομα, που ανάμεσα στ’ άλλα δίδασκε και υποκριτική στο Εθνικό Θέατρο. Και του είπε “έχω τον ανιψιό μου που αυτή τη στιγμή είναι στη διαδικασία να δώσει εξετάσεις σε δραματική σχολή και ψάχνει ένα μονόλογο κι ένα ποίημα». «Ωραία», απάντησε ο σκηνοθέτης, «εγώ είμαι διατεθειμένος να τον βοηθήσω». Κι έτσι έδωσε η θεία μου το τηλέφωνό μας για να επικοινωνήσει ο σκηνοθέτης μαζί μου, αν ήθελε, και να με βοηθήσει στην επιλογή του μονολόγου» διηγήθηκε στη δημοσιογράφο.

«Δυο-τρεις μέρες μετά, με πήρε και μου είπε “μου έδωσε η θεία σου το τηλέφωνο, μου είπε ότι σ’ ενδιαφέρει το θέατρο κι ότι ψάχνεις ένα μονόλογο. Πού μένεις;». Έδωσα τη διεύθυνσή μας και μου είπε επί λέξει “σε πέντε λεπτά θα είμαι από κάτω. Φόρα ένα βρακί και κατέβα”. Ντύθηκα, κατέβηκα, με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και μου είπε “θα επικοινωνήσω μαζί σου άμεσα για να σου δώσω ένα μονόλογο και θα σε βοηθήσω”. Κι έφυγε. Την επόμενη ημέρα, μου τηλεφωνεί και μου λέει “να έρθεις από το σπίτι το μεσημέρι για να μιλήσουμε”. Όντως πήγα στο σπίτι του, έκατσα πέντε λεπτά, μου έδωσε τον “Γυάλινο Κόσμο” του Τενεσί Ουίλιαμς και μου είπε να διαβάσω όλο το έργο και ν’ αποστηθίσω τον τελευταίο μονόλογο του “Τομ”. Πράγματι επέστρεψα στο σπίτι μου, διάβασα το έργο κι ενθουσιασμένος έμαθα απ’ έξω το μονόλογο γρήγορα, γιατί ήταν κι ο πρώτος μονόλογος που μάθαινα».

«Κι ένα βράδυ, γύρω στις 11, που ήμουν στο σπίτι με τη θεία μου και με τη μητέρα μου, που είχε έρθει από την επαρχία στην Αθήνα να μας επισκεφτεί, και τους απήγγειλα το μονόλογο, χαρούμενος, χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν ο πασίγνωστος σκηνοθέτης και μου λέει “σε 15-20 λεπτά να είσαι στο σπίτι μου για πρόβα”. Χάρηκε και η μάνα μου, χάρηκε και η θεία μου, έφυγα τρέχοντας και γεμάτος χαρά και προσδοκία, πήγα στο σπίτι του και χτύπησα το κουδούνι, περιμένοντας να μου ανοίξει ο ίδιος. Μου άνοιξε, όμως, ένα νέο παιδί σε ηλικία, λίγο μεγαλύτερος από εμένα. Ξαφνιάστηκα και μ’ έπιασε μεγαλύτερο άγχος απ’ ό,τι ήδη είχα, γνωρίζοντας ότι δεν θα έλεγα το μονόλογο μόνο μπροστά σ’ ένα σπουδαίο σκηνοθέτη. Τώρα θα είχα και κοινό… “Που είναι ο τάδε;” ρωτάω με συστολή. Μου λέει “είναι στο μπάνιο, θα έρθει. Πέρασε”. Μπήκα, καθίσαμε στον καναπέ, μιλήσαμε κανά 5λεπτο και περιμέναμε το σκηνοθέτη. Και ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά μας ημίγυμνος, φορώντας μόνο μία πετσέτα. Ξαφνιάστηκα. Εκείνος κάθισε στον απέναντι καναπέ και με ρώτησε αν έχω μάθει το μονόλογο. “Φυσικά, τον έχω μάθει απ’ έξω”, του είπα. Τότε με ρώτησε αν καταλάβαινα τι έκανε ο ήρωας του μονολόγου, ο “Τομ”, στα τσοντάδικα που σύχναζε. “Υποψιάζομαι τι έκανε”, απάντησα. Με ρώτησε αν έχω πάει κι εγώ ποτέ σε τσοντάδικα. Ταυτόχρονα ξεκίνησε να χαϊδεύει τα γεννητικά του όργανα πάνω από την πετσέτα και να μου κάνει κι έναν πρόλογο ότι ένας ηθοποιός καλείται να παίξει δύσκολους ρόλους, ότι δεν πρέπει να έχει ταμπού, ότι πρέπει να έχει ανοιχτό μυαλό για να προχωρήσει. Ότι αν είναι να παίξω το ρόλο του “Τομ”, πρέπει να μπω σε μια συγκεκριμένη διαδικασία. Με ρώτησε τι εμπειρίες έχω, αν έχω κάνει σεξ, αν έχω κάνει στοματικό έρωτα. Εγώ ήμουν τότε 19 ετών και μου ήταν πολύ δύσκολο να μιλήσω για τη σεξουαλική μου ζωή. Δεν είχα άλλωστε και αυτές τις εμπειρίες που μου ζητούσε να του πω. Ούτε μπορούσα να απαντήσω σε όλες αυτές τις ερωτήσεις, που έρχονταν η μία μετά την άλλη καταιγιστικές» διηγείται ο Νίκος.

«Είχε εμμονή με το στοματικό έρωτα και με ρωτούσε ξανά και ξανά αν είμαι αρκετά ανοιχτόμυαλος για να γίνω ηθοποιός, πόσο ανοιχτόμυαλος είμαι κι αν έχω ταμπού. Είχα αρχίσει κι αισθανόμουν φοβερά άσχημα. Και ξαφνικά εκείνος άρχισε να αυνανίζεται μπροστά μας. Εγώ, για να μην κοιτάω προς τα εκεί, κοίταγα -θυμάμαι- ένα γάτο που ήταν στο δωμάτιο, ξαπλωμένος σε μια καρέκλα. Κάποια στιγμή, ο σκηνοθέτης ζήτησε κι από το παιδί που καθόταν δίπλα μου να βγάλει το παντελόνι και το εσώρουχό του. Δεν κοίταξα καθόλου, ούτε τον ίδιο ούτε το παιδί. Κοίταζα αλλού, το γάτο και τα διάφορα αντικείμενα στο δωμάτιο, που μου έχει καρφωθεί από τότε στη μνήμη. Κι εκείνος, ο καταξιωμένος σκηνοθέτης και δάσκαλος, μου λέει “μπορούμε τώρα να δούμε το κ…ράκι σου;”. Εκεί αισθάνθηκα πανικό, ήθελα να το βάλω στα πόδια, αλλά δεν μπορούσα, ένιωθα παραλυμένος…».

«Γιατί δεν μπορούσατε να φύγετε;» τον ρωτά η δημοσιογράφος.

«Γιατί μέσα στο μυαλό μου έλεγα: “Πέρασα με τη μητέρα και τη θεία μου δύο μέρες να διαβάζουμε ένα μονόλογο. Η θεία μου μου σύστησε αυτό το άτομο. Κι αν φύγω τώρα, θα γυρίσω σπίτι άπραγος και θα πρέπει να τους διηγηθώ κι όλο αυτό το σκηνικό”. Εξάλλου η βαθιά μου επιθυμία ήταν ν’ ασχοληθώ με το θέατρο. Αισθανόμουν και δέος κι ανασφάλεια από την πρώτη μου συνάντηση μ’ ένα σκηνοθέτη τέτοιου κύρους. Γνώριζα επίσης πολύ καλά ότι αν έλεγα στη μητέρα μου όσα συνέβησαν, δεν θα το άφηνε έτσι. Θα εξοργιζόταν, θ’ αντιδρούσε βίαια. Θα είχαμε άσχημες εξελίξεις. Ήμουν σοκαρισμένος, πανικόβλητος κι έτσι όταν μου είπε “μπορούμε τώρα να δούμε το κ…ράκι σου;”, το έκανα σαν υπνωτισμένος. Έβγαλα το εσώρουχό μου. Ήλπιζα ότι εκεί θα ολοκληρώσει και ότι θα τελειώσει αυτή η δοκιμασία. Όχι. Μου ζήτησε αυταρχικά να κάνω στοματικό έρωτα στον νεαρό που καθόταν δίπλα μου. Το έκανα κι ένιωθα, κοιτάζοντας το παιδί, ότι κι αυτός δεν αισθανόταν άνετα, είχε μία εξίσου τεράστια αμηχανία με μένα. Το παιδί αυτό ήταν ευγενικό μαζί μου, ενώ ο άλλος, ο σκηνοθέτης, ήταν “αυτοκρατορικός”, σαδιστικά αυταρχικός. Μετά μου ζήτησε να κάνω στοματικό έρωτα και στον ίδιο. Δεν έβλεπα την ώρα να τελειώσει αυτή η δοκιμασία. Δεν με ένοιαζε πλέον ούτε ο μονόλογος ούτε τίποτα, ήθελα μόνο να φύγω από εκεί μέσα. Και σ’ όλη τη διάρκεια που γινόταν αυτό, έλεγα μέσα μου “φύγε Νίκο, τρέχα, εξαφανίσου”. Αλλά ταυτόχρονα ήξερα ότι αν το κάνω, θα πρέπει να δώσω εξηγήσεις στη μητέρα μου και στη θεία μου, να πω τι συνέβη. Μ’ είχε στείλει η θεία μου στο σπίτι αυτό, δεν μπορούσα να της το κάνω αυτό…».

Η κτηνωδία που ακολούθησε και το στίγμα μιας ζωής

Η φρίκη αυτή δεν σταμάτησε εκεί.  Οι εικόνες που περιέγραψε για το τι συνέβη μετά είναι άκρως σοκαριστικές και άγριες.  Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη τη συγκλονιστική μαρτυρία του Νίκου στο 20/20 Magazine

O ίδιος ο καταγγέλων είναι πρόθυμος να μιλήσει στη Δικαιοσύνη: «Θα το πω στη Δικαιοσύνη. Πρέπει να παρέμβει, για να σταματήσει η κτηνωδία. Γνωρίζω ενδιαμέσως, ότι δεν ήμουν ούτε ο πρώτος ούτε ο μοναδικός που την υπέστη. Θέλω όμως να συμβάλω για να σταματήσει, για να μην υπάρξουν άλλα θύματα. Μιλάμε για παιδιά, νέους ανθρώπους με όνειρα και ταλέντο. Όταν έσπασε η συνωμοσία της σιωπής και της συγκάλυψης, κατάλαβα ότι δεν είμαι μόνος, πήρα κουράγιο. Για πολλά χρόνια δεν μπορούσα καν να διαβάσω για τέτοιες ιστορίες. Όταν γνωστοποιήθηκε η ιστορία της Μπεκατώρου, δεν μπόρεσα να διαβάσω λεπτομέρειες. Κάτι με πατάει στο στήθος. Στη διάρκεια της πολύχρονης ψυχοθεραπείας μου, ο ψυχαναλυτής μου μου έκανε μια φαινομενικά άσχετη ερώτηση. Και ξεκίνησα να κλαίω ασταμάτητα, ασταμάτητα, ασταμάτητα. Τότε κατάλαβα ότι είχα θάψει την κτηνωδία τόσο βαθιά μέσα μου, που νόμιζα ότι την είχα ξεπεράσει. Αλλά τώρα βγήκε πάλι στην επιφάνεια, σαν να έγινε χθες. Όταν είδα τη Ζέτα Δούκα να μιλάει στην τηλεόραση, αισθανόμουν τον πόνο της στο στήθος μου. Ο κόμπος στο λαιμό της έκοβε και τη δική μου ανάσα. Είπα “τέλος”.

Ο λόγος που θέλησα να μιλήσω, είναι γιατί δεν ασχολούμαι και δεν θα ξανασχοληθώ με αυτό το επάγγελμα. Κανένας σκηνοθέτης δεν μπορεί να με εκμεταλλευτεί, να με χρησιμοποιήσει, να με απορρίψει.

Ένας άλλος λόγος που θέλησα να μιλήσω, είναι επειδή τόσα νέα παιδιά που γνωρίζω μου είπαν “βγες, μίλα και εμείς θα ακολουθήσουμε”. Αλλά ένας ακόμα πολύ σημαντικός λόγος για μένα, είναι ότι δεν μπορώ να εξαιρέσω από την αφήγησή μου το τρίτο πρόσωπο. Δεν μπορώ να πω ψέματα ότι εκείνο το βράδυ ήμασταν μόνον εγώ κι ο σκηνοθέτης. Υπήρχε κι ένα άλλο άτομο εκεί, που μπορεί να θεωρείται θύτης, αλλά για μένα, στην ηλικία που ήταν, ήταν κι αυτός θύμα. Δεν μπορώ στην ηλικία που είμαι τώρα να βγω και να καταστρέψω ή να στοχοποιήσω ή να στιγματίσω ένα παιδί που ήταν τότε 22 ετών και βρέθηκε στη θέση να εκτελεί εντολές από ένα άτομο το οποίο είχε τέτοια δύναμη, όχι μόνο στον χώρο, αλλά και επάνω του. Θέλω να προστατέψω αυτό το παιδί γιατί υπήρξε θύμα -κι ας άσκησε κι αυτός βία επάνω μου. Αλλά ναι. Στην ηλικία που είμαι, μπορώ να διακρίνω το θύτη από το θύμα».

Έστειλε δε και το δικό του μήνυμα στα νέα παιδιά:

«Στα νέα παιδιά που μου είπαν “βγες και μίλα και θα βγούμε κι εμείς” θέλω να πω: Εγώ δεν διεκδικώ πλέον τίποτα, αλλά για να εξυγιανθεί ο υπέροχος χώρος του θεάτρου πρέπει εσείς να βγείτε τώρα όλοι μαζί, ενωμένοι. Όση δύναμη έχουν αυτοί, οι καταξιωμένοι επώνυμοι που δεν τιμούν την τέχνη τους, τόση έχετε κι εσείς. Όση δύναμη έχει ένας σκηνοθέτης, τόση έχουν κι οι ηθοποιοί που θα παίξουν γι’ αυτόν. Το θέατρο είναι κοινωνία, συνεργασία δημιουργών. Όσο τον έχετε εσείς ανάγκη, σας έχει κι αυτός. Βγείτε ν’ αλλάξετε τους όρους του επαγγέλματός σας. Τώρα είναι η στιγμή».