Γιώργος Καραμίχος: «Έχω σταματήσει γύρισμα γιατί ήταν απλήρωτο το συνεργείο»
Πρωινές εκπομπές

Γιώργος Καραμίχος: «Έχω σταματήσει γύρισμα γιατί ήταν απλήρωτο το συνεργείο»

Γιώργος Καραμίχος: «Έχω σταματήσει γύρισμα γιατί ήταν απλήρωτο το συνεργείο»

Όσα είπε στην εκπομπή, Δύο στις 10

Καλεσμένος στην εκπομπή, Δύο στις 10, βρέθηκε ο Γιώργος Καραμίχος και μεταξύ άλλων αναφέρθηκε σε δουλειές που δεν έχει πάρει λόγω του ότι εκφράζει αυθόρμητα την άποψή του.

Ο ηθοποιός παραδέχθηκε μεταξύ άλλων ότι έχει φύγει από δουλειά και έχει σταματήσει από γύρισμα λόγω του ότι οι συνάδελφοί του ήταν απλήρωτοι.

«Όταν ξέρεις αυτό που ζεις εσύ, δεν ξέρεις το άλλο. Το χωριό είναι ο μεγάλος θησαυρός μου αλλά και η Βέροια. Ήταν ένας μικρόκοσμος πολύ ιδιαίτερος και υπήρχε χρόνος. Πολύ παιχνίδι, πολλή φαντασία για να φτιάχνουμε δικά μας παιχνίδια. Βρίσκαμε ξύλα και παίρναμε τα καπάκια, τα κάναμε ρόδες και φτιάχναμε με το μπουκάλι από το λάδι διάφορα φορτηγάκια. Η Βέροια όταν μεγάλωνα εγώ ήταν σε άνθιση, ήταν πλούσιος νομός. Πλέον πάνε όλα σε τουρισμό! Η πολιτική έχει πάει σε άλλη κατεύθυνση που πλέον δεν παράγουμε αλλά εισάγουμε αυτονόητα πράγματα σε αυτή τη χώρα.

Αυτά που λέω είναι τα λογοκριμένα και όλα αυτά είναι με τη μάνα μου από πίσω. Μου έχει πει πολλές φορές “του παλικαρά η μάνα κλαίει”. Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα από όσα είπα. Για να το είπα, το είχα ανάγκη να το πω. Αν δεν μου άρεσε κάτι, θα ζητήσω συγγνώμη. Πολλοί δεν το δέχθηκαν αλλά τα έχουμε βάλει με ανθρώπους που είναι διεφθαρμένοι. Η δουλειά μου δεν είναι να είμαι σε έναν τομέα που δεν έχω σπουδάσει. Η άποψη είναι δική μου και προσπαθώ να τη μοιράζομαι και να είναι κοντά στη λογική. Ξέρω ότι κάποιες δουλειές μου τις έχουν στερήσει γιατί λένε ότι “αυτός μιλάει”. Έχω σταματήσει γύρισμα γιατί ήταν απλήρωτο το συνεργείο και έχω φύγει από δουλειά γιατί δεν έχουν πληρωθεί συνάδελφοι. Μου είπαν “εσύ δεν έχεις κάτι να φοβάσαι” και τους λέω “θα δουλέψω με ανθρώπους που έχουν περισσότερο ανάγκη τα χρήματα;”».

Διαβάστε επίσης

Γιώργος Καραμίχος: «Πάντα μιλούσα και μιλάω. Μου έλεγαν “πρόσεξε, γιατί θα σε βρούμε σε σακούλες”»