Γιάννης Βογιατζής: Ξέσπασε σε λυγμούς ακούγοντας τον Γιάννη Χουβαρδά να μιλά για εκείνον
Ελλάδα

Γιάννης Βογιατζής: Ξέσπασε σε λυγμούς ακούγοντας τον Γιάννη Χουβαρδά να μιλά για εκείνον

Γιάννης Βογιατζής: Ξέσπασε σε λυγμούς ακούγοντας τον Γιάννη Χουβαρδά να μιλά για εκείνον

Η εξομολόγηση του σπουδαίου Έλληνα ηθοποιού στην Έλενα Κατρίτση

Ο παλιός καλός ελληνικός κινηματογράφος δεν θα ήταν ίδιος χωρίς τον Γιάννη Βογιατζή. Ο αγαπημένος ηθοποιός έβαλε το δικό του λιθαράκι στο σινεμά που όλοι αγαπήσαμε και διέγραψε μία μεγάλη καριέρα που θα ζήλευαν πολλοί.

Για όλα αυτά και άλλα πολλά μίλησε στην εκπομπή «Προσωπικά» με την Έλενα Κατρίτση.

Το μικρόβιο της υποκριτικής το κόλλησε νωρίς με την ανάγνωση ενός ποιήματος σε μια αίθουσα του δημοτικού σχολείου στο Αλιβέρι, πριν από ογδόντα οκτώ χρόνια.

Όταν συνειδητοποίησε πως το όνειρό του είναι να ασχοληθεί με την υποκριτική τα πράγματα δεν ήταν εύκολα στο σπίτι του γιατί ο πατέρας του, που ήταν και δικαστικός, δεν είχε την καλύτερη των απόψεων για το επάγγελμα.

Έτσι έδωσε κρυφά εξετάσεις στο Εθνικό όπου και πέρασε.

Ο πατέρας του, όμως, ήταν ανένδοτος. Ακόμα και όταν έμαθε ότι παίζει στο σανίδι δεν το αποδέχτηκε και μάλιστα όταν τον ρωτούσαν εκείνος αρνούνταν πως είχε γιο ηθοποιό. Η μητέρα του ήταν αλλιώς, όμως. Πάντα έβρισκε σε εκείνη τον σύμμαχο που αναζητούσε, τον άνθρωπο που τον στήριζε σε κάθε του βήμα.

«Ο πατέρας μου μια φορά κατέβαινε με τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου στην οδό Πανεπιστημίου και του λέει “βρε Κώστα είδα στο θέατρο κάποιον Γιάννη Βογιατζή”. Και του απάντησε: “Δεν έχω καμιά συγγένεια ούτε με τον Γιάννη Βογιατζή τον τραγουδιστή, ούτε με τον ηθοποιό» αναφερόμενος και στον συνονόματο τραγουδιστή τον οποίο είχε βαπτίσει και παντρέψει. Άργησε πολύ να με συγχωρέσει, να με αποδεχτεί ο πατέρας μου, αλλά η μητέρα μου ήταν σύμμαχός μου».

Ο κινηματογράφος ήρθε τυχαία στη ζωή του, όπως εξομολογείται.

«Όταν πάρω έναν ρόλο αισθάνομαι ότι έχω την ευθύνη και ενός άλλου ανθρώπου. Με κάνει ευτυχισμένο γιατί αισθάνομαι ότι έχω δυο ζωές. Όταν κάνεις πρόβες για ένα έργο τότε αισθάνεσαι να ξαναμοντάρεις μια νέα ζωή μέσα σου. Ξέρω για τον κάθε ήρωα, πού τρώει, πού κοιμάται, τί φοράει. Ξέρω πώς είναι το σπίτι του, γιατί αλλιώς δεν θα ‘χω το θράσος και την αναίδεια να υποδυθώ αυτόν τον άνθρωπο. Τι υποδύομαι; Μόνο εκείνη τη στιγμή που με δείχνει ο κινηματογράφος; Μα αυτός ο άνθρωπος δεν είναι μόνο οι δύο ώρες. Κρατάει μια ολόκληρη ζωή».

Στον χώρο του πολλοί είναι αυτοί που έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους.

«Ο χώρος μου έχει και επαγγελματίες ηθοποιούς οι οποίοι έχουν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Σε αυτή την περίπτωση, είμαι βέβαιος, ότι αυτή τη μεγάλη ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους δεν την έχει το κοινό ολόκληρο γι’ αυτούς. Είναι αυτό που λέμε ψώνιο, ένα είδος ανθρώπου τον οποίο τον απασχολεί πόσα αυτόγραφα θα δώσει και πώς θα του μιλήσουν στο δρόμο. Δεν είσαι καλλιτέχνης, είσαι κακοτέχνης στην περίπτωση αυτή. Ο καλλιτέχνης δίνεται ψυχή τε και σώματι, αγνοώντας την αποδοχή που θα έχει από τον κόσμο. Για να σε πιστέψει ο άλλος πρέπει να λες αλήθεια. Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια» τόνισε.

Αρκετά πρόσωπα μίλησαν στην εκπομπή για τον Γιάννη Βογιατζή. Ένας από αυτούς ήταν και ο καταξιωμένος σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς, τα λόγια του οποίου συγκίνησαν βαθιά τον ηθοποιό που ξέσπασε σε λυγμούς.

«Για να μιλήσεις για τον Γιάννη και τη συνεργασία μαζί του χρειάζονται μέρες, για την απίστευτη ανθρωπιά του, για το αστείρευτο ταλέντο του, για την αγάπη που αφιερώνει σε οτιδήποτε κάνει και στους συναδέλφους του, την ταπεινότητά του και τα μικρά θαύματα που κάνει επί σκηνής. Σε σημείο που λέω ότι δεν μπορεί να είναι ένας μικρός άνθρωπος αλλά ένας μικρός θεός» είπε ο Γιάννης Χουβαρδάς.

Μιλώντας για τη σύζυγό του θυμήθηκε όλα τα όμορφα που έζησαν μαζί αλλά και τις δυσκολίες προς το τέλος καθώς έπασχε από Αλτσχάιμερ.

«Ερχόταν και έβλεπε τις παραστάσεις και όσα μου έλεγε τα έπαιρνα της μετρητοίς γιατί μου τα έλεγε ένας άνθρωπος που πραγματικά με αγαπούσε. Με έπιανε αυτό που λένε τρακ, αλλά τρακ δημιουργικό, ήθελα να δώσω τον καλύτερο εαυτό μου και να της τον προσφέρω. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, είχε Αλτσχάιμερ και οι γιατροί και οι φίλοι μου μού είπαν να την πάμε σε κάποιο ίδρυμα, με γυναίκα αποκλειστική. Πήγαινα λοιπόν για πρόβα και μετά πέρναγα τη μέρα μαζί της κι αυτή μου έδινε κουράγιο γιατί ήταν ένας σπάνιος άνθρωπος. Ήταν μία κυρία και όσοι τη γνώρισαν, το ήξεραν».