Χρήστος Πολίτης: «Το ’93 είχα συναντηθεί με τον Τάκη Χορν. Του είπα πολύ απλά: “Σας μισώ γιατί μας φέρατε τον Κιμούλη”»
Ελλάδα

Χρήστος Πολίτης: «Το ’93 είχα συναντηθεί με τον Τάκη Χορν. Του είπα πολύ απλά: “Σας μισώ γιατί μας φέρατε τον Κιμούλη”»

Χρήστος Πολίτης: «Το ’93 είχα συναντηθεί με τον Τάκη Χορν. Του είπα πολύ απλά: “Σας μισώ γιατί μας φέρατε τον Κιμούλη”»

«Η συνεργασία μας ήταν… καμία. Τους δύο πρώτους μήνες που σκηνοθετούσε, έδειχνε τη Βίρνα ακόμη και σε πλάνα που μιλούσα εγώ» λέει για τον Φώσκολο

Ο Χρήστος Πολίτης μίλησε στον Θεοδόση Μίχο στο The Magazine του News 24/7 σε μία σπάνια συνέντευξη ποταμό με αφορμή την ταινία Broadway που πρωταγωνιστεί μετά από αρκετές δεκαετίες.

Ο 80χρονος ηθοποιός αποδόμησε τη Λάμψη αλλά και στάθηκε στο πλάι των θυμάτων του #Metoo ενώ στάθηκε κάθετα απέναντι στον Γιώργο Κιμούλη.

Έχει τύχει να παίξετε σε άδεια θέατρα;

Μια και δυο φορές; Πολύ συχνά. Είναι άσχημη εμπειρία. Πχ το ‘94 έπαιζα στην παράσταση «Άννα Καρένινα» με τη Μιμή Ντενίση στο Θέατρο Ακροπόλ και σταματούσε η κυκλοφορία στην Ιπποκράτους. Ήταν και η εποχή που έκανα τον Γιάγκο Δράκο. Την επόμενη χρονιά μου πρότεινε ο Λιβαδάς να ανεβάσουμε τους «Αδερφούς Καραμαζόφ» του Ντοστογέφσκι και μάλιστα με έναν Ουκρανό σκηνοθέτη. Στη διανομή ήταν και ο Τίτος Βανδής, η Τάνια Τρύπη και ο βιαστής, ο Λιγνάδης. Παραπάνω από 13 θεατές δεν είχαμε σε καμία παράσταση.

Παρά το γεγονός ότι εσείς τότε κάθε απόγευμα «μπαίνατε» σε κάθε σπίτι της χώρας με τη «Λάμψη»;

Χαμός γινόταν, δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω. Όμως το θέατρο Βέμπο στο μυαλό του κόσμου ήταν χώρος επιθεώρησης. Επίσης ο Πολίτης ήταν για τον κόσμο πια ο Γιάγκος Δράκος. Ντοστογέφσκι, Βέμπο, Γιάγκος Δράκος, Πολίτης, κάτι δεν τους κόλλαγε, ήταν έξω από την αντίληψη τους. Είναι να τρελαίνεσαι. Την επόμενη χρονιά δεν έκανα θέατρο γιατί είχα σοκαριστεί. Όταν ήμουν μικρός, ξέρετε, είχα δει μια ταινία που λεγόταν «Το λιοντάρι του χειμώνα» με Πίτερ Οτούλ και Άντονι Χόπκινς και σκεφτόμουν ότι θα ήθελα να ανεβάσω κάποια στιγμή αυτό το έργο. Το πρότεινα στον Κοραή Δαμάτη. Έγινε ένας θίασος με την Αντιγόνη Βαλάκου -πολύ μεγάλη ηθοποιός- ανέβηκε μία πολύ ωραία παράσταση, κατά κάποιους ήταν η πιο ολοκληρωμένη μου ερμηνεία. Πάλι τα ίδια: 13 θεατές. Άντεξα μέχρι τον Φεβρουάριο και είπα στον σκηνοθέτη: Δεν πάει άλλο, δεν γίνεται, δεν θέλει ο κόσμος, τι να κάνουμε; Έτσι αποχαιρέτησα το θέατρο. Όχι απλώς με μία αποτυχία. Αλλά με μία παταγώδη αποτυχία.

Πότε συνήλθατε από όλο αυτό;

Κοιτάξτε, ο ηθοποιός ξέρει τι είναι αυτό που κάνει. Ποτέ δεν πίστεψα ότι είμαι ο μέγιστος των ηθοποιών, όπως κάποιοι ανόητοι που περιφέρονται και λένε ότι είναι οι καλύτεροι των τελευταίων 100 χρόνων ή της γενιάς τους. Ξέρετε πόσα τέτοια νούμερα κυκλοφορούν; Όλα αυτά τα καταπληκτικά πνευματικά όντα, που νομίζουν ότι έχουν γίνει ξαφνικά θεοί. Γι’ αυτό φέρονται έτσι όπως φέρονται. Είτε λέγονται Κιμούλης, είτε Σπυρόπουλος, είτε Φιλιππίδης, είτε Λιγνάδης. Τους καταδικάζω ασυζητητί όλους αυτούς. Είμαι υπέρ των θυμάτων, πιστεύω απόλυτα στην ειλικρίνειά τους. Γι’ αυτό αντιμετωπίζω με μεγάλη έκπληξη κάποιες αποφάσεις των δικαστηρίων ή τη θέση της έδρας κατά τη διάρκεια της δίκης του Λιγνάδη, ας πούμε, ενώ γινόταν μια αισχρή επίθεση από την υπεράσπισή του προς τα θύματα προκειμένου να τα πανικοβάλλουν και να τα ξεφτιλίσουν. Πώς λοιπόν προστατεύονται οι μάρτυρες και τα θύματα; Αλλά ο ισχυρός τελικά είναι πάνω απ’ όλα.

Έπαθε μεγάλη ζημιά το θέατρο από όλες αυτές τις νοσηρές ιστορίες;

Καταρχήν να ξεκαθαρίσουμε κάτι: μας αρέσει να λέμε ότι είμαστε σπουδαίος λαός γιατί συνδεόμαστε με την αρχαιότητα κλπ. Δεν έχουμε καμία σχέση. Αυτό που έγινε στην αρχαιότητα με τον Πλάτωνα δεν έχει τίποτα να κάνει με εμάς. Μπορεί να βλέπουμε σήμερα την Ακρόπολη, αλλά μέχρι εκεί. Η αλήθεια είναι ότι είμαστε ένας λαός που βολεύεται με τα ψίχουλα που του πετάνε κατά καιρούς. Όπως κάνει η σημερινή κυβέρνηση, που κάποιοι λένε ότι είναι η χειρότερη που έχει περάσει ποτέ από την Ελλάδα, αν και αυτή είναι πολύ ήπια έκφραση. Το θέατρο λοιπόν δεν χάνεται, γιατί είναι ένα ολόκληρο σύστημα. Όταν πρωτόβγηκα στο θέατρο, έπαιξα Σέξπιρ σε ένα θέατρο που υπήρχε στην αρχή της Σταδίου, αλλά δεν πληρώθηκα ποτέ. Για μένα τότε σημασία δεν είχε να πληρωθώ αλλά να παίξω και ενδεχομένως έτσι να ξεκινήσω μια καλή πορεία. Αυτό συμβαίνει ακόμη και σήμερα.

Το θέατρο παραμένει ισχυρό γιατί πρώτα απ’ όλα είναι μια πρόκληση για τους ίδιους τους ανθρώπους του, ότι μπορεί το κάθε βήμα να αποτελεί εφαλτήριο για τα επόμενα. Πρόκειται εν μέρει για ψευδαίσθηση την οποία προσωπικά δεν έχω πια γιατί δεν ασχολούμαι. Αυτή την ψευδαίσθηση εκμεταλλεύονται κάποιοι επιτήδειοι. Κάποιοι λένε: Μα κατηγορείτε τον τάδε που είναι πνευματικός άνθρωπος; Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι. Ποιος είπε ότι ο πνευματικά καλλιεργημένος άνθρωπος δεν μπορεί να είναι εγκληματίας; Έχω ακούσει πολλές μπαρούφες από κάποιους που θέλουν να κολακέψουν όλους αυτούς, δεν αντέχω άλλο. Δυστυχώς όμως η αιτία του κακού βρίσκεται στο σύστημα που τους αναδεικνύει.

Δηλαδή;

Το ’93 είχα συναντηθεί με τον Τάκη Χορν στο Πόρτο Ράφτη. Του είπα πολύ απλά: Σας μισώ για δύο λόγους. Γιατί εγκαταλείψατε το θέατρο. Και γιατί μας φέρατε τον Κιμούλη. Δεν θα έπαιζα ποτέ μαζί του. Μόνο μια φορά τον είδα γιατί έπαιζε μαζί με ένα φίλο μου. Έκανε αίσχη πάνω στη σκηνή, μέχρι τσάμικο χόρευε στο «Ζητείται τενόρος». Αυτός λοιπόν έκανε τον βίο αβίωτο όλων των ηθοποιών. Δεν μπορείς, κύριε, να φέρεσαι με περιφρόνηση και βιαιότητα στους ανθρώπους που δουλεύουν μαζί σου.

Κάποιοι λένε ότι δεν χάλασε και ο κόσμος αν ένας μεγάλος και τρανός σκηνοθέτης ρίξει και κανένα μπινελίκι στους ηθοποιούς του.

Το 1973 ο Τάκης Μουζενίδης, ένας σπουδαίος Έλληνας σκηνοθέτης, πήγε στο Εθνικό Θέατρο της Σόφιας να σκηνοθετήσει «Αντιγόνη». Ήταν γνωστός φωνακλάς και απότομος. Ξαφνικά μια ηθοποιός σταματάει την πρόβα και του είπε στα μούτρα: Εμείς κύριε δεν δεχόμαστε αυτή τη συμπεριφορά, μαζέψτε τα λοιπόν και φύγετε. Το χρέος του όποιου ηθοποιού είναι μεγάλο. Όχι να ανέχεται τις κακοήθειες ή την αταλαντοσύνη ενός σκηνοθέτη, αλλά να παίρνει θέση. Μια παράσταση δεν είναι του σκηνοθέτη. Είναι και των ηθοποιών και όλων των συνεργατών στον βαθμό που τους αναλογεί.

Η «Λάμψη»

Πώς σας προσέγγισε ο Φώσκολος για τη «Λάμψη;

Δεν με προσέγγισε αυτός. Εκείνη την εποχή η Βουγιουκλάκη είχε πολύ στενές σχέσεις με τον Κυριακού, είχαν κάνει τη σειρά «Και εύθυμη και χήρα» με τον Σπυρόπουλο. Οπότε η «Λάμψη» ήταν άλλη μια ευκαιρία για να παίξει ο Σπυρόπουλος. Ο Φώσκολος σκεφτόταν διάφορα πρόσωπα σύμφωνα με τη δική του αισθητική. Δηλαδή ο Φώσκολος ήταν τύπος που έβλεπε σε μια βιτρίνα ένα σακάκι λαμέ ψαροκόκαλο κι αγόραζε δυο-τρία. Τέτοια φόραγε. Ήθελαν τον Σπυρόπουλο και για κάποιο λόγο -δηλαδή γιατί ήταν ο Διαγόρας Χρονόπουλος τότε στο παιχνίδι- την Κούρκουλα. Στη Βουγιουκλάκη και τον Χρονόπουλο δεν πήγαινε, ας πούμε, η Τόνια Καζιάνη για το ρόλο της Βίρνας ή ο Ερρίκος Μπριόλας για το ρόλο του Γιάγκου Δράκου. Δεν ήθελαν ούτε τον Αλεξανδράκη, ούτε τον Αντωνόπουλο, ούτε τον Βόγλη, όλους αυτούς που είχαν μια ηλικία κλπ. Χρόνια μετά σε μια δεξίωση ο ίδιος ο Κυριακού μου αποκάλυψε ότι η Βουγιουκλάκη πρότεινε να παίξω εγώ το ρόλο του Γιάγκου. Κάπως προτάθηκε και η Κάτια Δανδουλάκη. Άρα εμείς ήμασταν «φορετοί» στη «Λάμψη» και έπρεπε να μας αποδεχθεί ο Φώσκολος. Ο οποίος δεν με συμπάθησε ποτέ.

Η συνεργασία μας ήταν… καμία. Τους δύο πρώτους μήνες που σκηνοθετούσε, έδειχνε τη Βίρνα ακόμη και σε πλάνα που μιλούσα εγώ. Κάποια στιγμή τον παίρνω τηλέφωνο και του λέω ότι παραιτούμαι. Γιατί; μου λέει. Γιατί μιλάω και δείχνεις μόνο τη Δανδουλάκη. Ναι, λέει, αλλά έχεις μια φωνή που δεσπόζει. Τότε ηχογράφησε τη φωνή μου να τελειώνουμε, του λέω. Πάνω στο κοντρόλ ήταν συνήθως η Βουγιουκλάκη, ο Πλωρίτης και ο Χρονόπουλος, οι οποίοι είχαν συναντήσεις δυο-τρεις φορές την εβδομάδα με τον Φώσκολο για να ελέγχουν τους προστατευόμενούς τους. Ο Γιάγκος Δράκος λοιπόν ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτος. Μια μέρα όμως με έπιασαν αγκαζέ ο Κυριακού από τη μία και ο Φώσκολος από την άλλη και μου λένε: Η Δανδουλάκη είναι να φύγει, εσύ κρατάς τη σημαία. Ακόμη κι όταν πεθάνω, λέει ο Φώσκολος, έχω σενάρια στο συρτάρι μου για 30 χρόνια. Αν φύγεις, η «Λάμψη» θα κατεβάσει ρολά. Σε σένα στηριζόμαστε. Αυτή η κουβέντα έγινε το ’96. Έμεινα ως το 2005. Η Δανδουλάκη έφυγε το ’98.

Πώς αντέχατε όμως να πηγαίνετε στη δουλειά αφού κάθε πρωί ανεβάζατε πίεση από τα νεύρα;

Μόνο πίεση; Τι να πρωτοπούμε για αυτό το σενάριο. Θα σας θυμίσω κάτι απλό: Ο Γιάγκος Δράκος, αυτός ο μεγιστάνας, ένα βράδυ αναγκάζεται να κοιμηθεί στο γραφείο του, που έχει ένα καναπεδάκι και είναι σαν ένα μεσιτικό γραφείο της σειράς στο Αιγάλεω. Ξυπνάει το πρωί, ανοίγει μια πόρτα που υποτίθεται ότι είναι το μπάνιο, ρίχνει νερό στα μούτρα του, ξυρίζεται με το BiC, μετά βγάζει μια ψωροκολώνια από το συρτάρι, παίρνει ένα καμινέτο και φτιάχνει τον καφέ του. Και σκέφτεσαι: Βρε μαλάκα, όλη μέρα είσαι στου Κυριακού το μέγαρο, το γραφείο του είναι 800τμ, έχει από τραπεζαρία μέχρι γυμναστήριο. Και ο Γιάγκος Δράκος φτιάχνει καφέ στο καμινέτο; Οπότε λες: Άι στο διάολο, δεν μπορώ να το παίξω αυτό. Τέτοιο ήταν το επίπεδο. Ο Φώσκολος έπαιρνε πάρα πολλά χρήματα από τη «Λάμψη». Είχε ανθρώπους που έγραφαν τα σενάρια, αυτός έστελνε μόνο το σκελετό.

Οι ηθοποιοί δεν βγάλατε πολλά χρήματα από όλη αυτή την ιστορία;

Προφανώς το έκανα για τα λεφτά. Δεν είχα μία γιατί τα είχα ρίξει όλα στο Απλό Θέατρο που τότε ήταν πίσω από το Πάντειο, όπου ανέβαζα ποιοτικά έργα. Έφτασα όμως να παίρνω από τη μάνα μου χρήματα για τσιγάρα και βενζίνη. Και υποτίθεται ότι ήμουν γνωστός πρωταγωνιστής. Αποφασίζω λοιπόν να κάνω τη «Λάμψη». Χρήστο, παραπάνω από 1.100.000 δρχ δεν μπορούμε να σου δώσουμε, μου λένε. Μάλλον με δουλεύουν, σκέφτηκα, όταν άκουσα το ποσό. Ήταν αστρονομικό για μένα. Δηλαδή αν μου έλεγαν 100.000 το μήνα πάλι θα μου φαίνονταν πολλά.

Πόσο παίρνει η Δανδουλάκη; τους ρωτάω. Λίγο παραπάνω από σένα, μου λένε. Καλά λέω, ας της κάνουμε τη χάρη, γιατί μέχρι τώρα ό,τι έχουμε κάνει μαζί, είμαι πρώτο όνομα εγώ. Έλα όμως που σύντομα μαθαίνω ότι η Δανδουλάκη δεν παίρνει 50.000 παραπάνω, αλλά συνολικά 2.000.000 και βάλε. Με απειλή παραίτησης με πάνε στο 1,5 εκατομμύριο. Αλλά αργότερα μαθαίνω ότι η Δανδουλάκη παίρνει 3.000.000 τελικά. Η «Λάμψη» εν τω μεταξύ είχε τεράστια επιτυχία, τα έσοδα του ΑΝΤ1 ήταν τρομακτικά. Ήμουν δηλαδή ριγμένος, όχι όμως μόνο οικονομικά. Εξαρχής η Δανδουλάκη είχε θέσει όρο να είναι στους τίτλους: «Η Λάμψη με την Κάτια Δανδουλάκη». Ήθελε να μπει πρώτο όνομα. Άντε, λέω εγώ, ας μπει μετά «και ο Χρήστος Πολίτης». Όχι, μου λένε, δεν θέλει κανένα πλάι της. Κι εγώ που πάω; ρωτάω.

Μετά, μου λένε, θα είναι ως εξής: Πρωταγωνιστούν Κώστας Σπυρόπουλος, Ελένη Κούρκουλα. Αν είναι δηλαδή δυνατόν δύο νέοι ηθοποιοί, μόνο και μόνο επειδή ήταν ο ένας προστατευόμενος της Βουγιουκλάκη και η άλλη σύζυγος του Χρονόπουλου. Αφήστε το, μην το βάλετε πουθενά το όνομα μου, τους λέω. Όχι, μου λένε, θα σας βάλουμε γκεστ σταρ. Μάλλον δεν ξέρετε τι σημαίνει γκεστ σταρ, τους λέω. Ένας βασικός ήρωας σε ένα σίριαλ δεν είναι γκεστ σταρ. Μην το βάλετε πουθενά, τους λέω, αν χρειαστεί να το μάθει ο κόσμος θα βγω έξω με πλακάτ που θα λέει: «Είμαι ο Χρήστος ο Πολίτης και παίζω σε αυτή τη σειρά». Για να το πιστέψουν δηλαδή (σ.σ. τελικά το όνομα του είναι το τέταρτο, μετά τους Κάτια Δανδουλάκη, Κώστα Σπυρόπουλο, Ελένη Κούρκουλα, που εμφανίζεται στους τίτλους αρχής ως εξής: Στο ρόλο του Γιάγκου Δράκου ο Χρήστος Πολίτης).