«Δύο ιστορίες που ξεχάστηκαν στον Γρηγόρη»
Ο Πέτρος πάει παντού

«Δύο ιστορίες που ξεχάστηκαν στον Γρηγόρη»

«Δύο ιστορίες που ξεχάστηκαν στον Γρηγόρη»

Ο Πέτρος Κωστόπουλος αποκαλύπτει όσα δεν πρόλαβαν να ακουστούν στο «The 2night show», για την κόρη του, Αλεξάνδρα και τον Μίνωα Κυριακού

Είχα να βγω σε συνέντευξη πάνω από δύο χρόνια. Καμιά φορά μπορεί και να αισθάνεσαι σαν μουσουλμάνος. Δεν θες μια κάμερα να σε τραβήξει γιατί αισθάνεσαι ότι σου παίρνει την ψυχή. Δεν ήθελα, δεν είχα τίποτα να πω, και να πάω να γεμίσω απλά τον χρόνο κάποιου παρουσιαστή. Όσοι κάνουν (και κάναμε) εκπομπές, ψάχνουν κάθε μέρα ανθρώπους για να καλέσουν. Αισθάνθηκα ότι αν πήγαινα θα ήμουν απλώς αναλώσιμος. Τι να ξανάλεγα, μια από τα ίδια, άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε;

Εγώ για δικούς μου προσωπικούς και ψυχολογικούς λόγους δεν αισθανόμουν ότι ήθελα ή και αν μπορούσα ακόμη να βγω. Οπότε, έκανα μόκο.

Και προφανώς απέφευγα και τους ρεπόρτερς που μπορεί να σε πετύχουν όπου τύχει. Εκεί είναι και άβολα, πολύ άβολα και άνισα για σένα. Όταν π.χ. βγήκα από το αεροδρόμιο ερχόμενος από το Ντουμπάι, αισθάνθηκα να με πυροβολάνε. Κάμερες, παπαράτσι, iphones δεν ήξερα αν έπρεπε να αισθανθώ… καταζητούμενος εγκληματίας ή ξένος σταρ που έφτανε στο “Ελ. Βενιζέλος”.

Προφανώς το πρώτο ήταν πιο κοντά στην πραγματικότητα της στιγμής. Πήγα στο ελληνικό Nammos σε πάρτι την Πρωτοχρονιά εκεί, θα έφυγα προφανώς παράνομα από τη χώρα (τι βλαχαδερά κυκλοφοράνε..) και μέσα στη βαλίτσα θα είχα πακετάρει και καμιά εικοσαριά κιλά κορονοϊό. Πάλι καλά που δεν ήρθε ο Τζέιμς Μποντ να με εξοντώσει ως βιοτρομοκράτη.

Με τους ρεπόρτερς είσαι πάντα σε μειονεκτική θέση και ο καθένας καπακώνοντας τον άλλον ρωτάνε ό,τι γουστάρουν όλοι μαζί. Και με ερωτήσεις που δεν έχεις καμία όρεξη να απαντήσεις γιατί δεν δίνεις κατάθεση σε δικαστήριο ή ερωτήσεις που δεν είναι ερωτήσεις αλλά δηλώσεις για να ακουστούν στην εκπομπή. Και έτσι φαίνεσαι από αμήχανος έως μαλάκας. Απαντάς άσχετα; Ερμηνεύεται ως επίθεση για κάποιο πρόσωπο. Δεν απαντάς; Δείχνεις ξινομούρης και χαλασμένος. Ο καθένας θα δίνει τη δική του ερμηνεία στο πάνελ για τον τζερτζελέ. Εντάξει, δεν είναι πρωτοφανές αλλά αυτό είναι το παιχνίδι.

Μετά το περιβόητο Ντουμπάι (νομίζω ότι μου χρωστάνε λεφτά εκεί από τη «μαύρη» διαφήμιση που έγινε) έγραψα ένα κείμενο εδώ την προηγούμενη εβδομάδα απάντηση εφ’ όλης της ύλης πια, για τη ζωή μου τα τελευταία 10 χρόνια και τα όσα μπινελίκια είχα ακούσει. Τα πάντα. Με στοιχεία. Λόγω της υπερδημοσιότητας που έδωσαν άλλοι, επιτέλους ακούστηκα και εγώ. Σαν να ‘χα βάλει ντουντούκες. Τα είχα ξαναπεί αρκετές φορές στο παρελθόν αλλά ποιος ήθελε να τα ακούσει;

Τώρα και να ήθελαν δεν μπορούσαν να το αποφύγουν. Ακούστηκαν σαν να ήταν πρώτη φορά. Για καλό ακούστηκαν τελικά. Παρότι γκαντέμιασα, νταούνιασα ανυπόφορα από το “ξύλο” που έτρωγα άδικα για μια εβδομάδα, για καλό έγιναν όλα τελικά. Πάλι καλά που μια κυρία πρωινής εκπομπής πάνω στον χαμό είπε ότι είχα πάει για δουλειά. Είμαι πάρα πολύ χαρούμενος τελικά με την ιστορία του Ντουμπάι. Ευγνώμων. Αν δεν είχα πάει ακόμα θα ζούσα στο twilight zone που μου το όριζε κάθε κακιασμένος και κομπλεξικός ή απλά ένας παραπληροφορημένος άνθρωπος. Γιατί υπάρχει και αυτό, δεν είναι όλοι κακιασμένοι.

Γυρνώντας και γράφοντας εδώ με ατράνταχτα στοιχεία αλλά και θυμό, ακούστηκα πιο πολύ από ποτέ στη ζωή μου.
Και είπα να βάλω για μια φορά το καπάκι στο φέρετρο σε αυτήν την ιστορία που δεν γουστάρω ούτε να ξαναναφερθώ. 9 χρόνια βρώμα.

Να πάω τηλεόραση δηλαδή, να έχω χρόνο και να μιλάω και ο άλλος (ο τηλεθεατής) να βλέπει τα μάτια μου και την έκφρασή μου, την κίνηση του κορμιού μου στα ζόρικα, τα κομπιάσματα -αν υπήρχαν. Δύσκολα κρύβεσαι στην τηλεόραση αλλά απλά δεν είχα τίποτα να κρύψω. Αντίθετα άφησα και πολλά απ’ έξω για εφεδρεία.

Και πήγα στον Γρηγόρη. Και χαίρομαι που πήγα στον Γρηγόρη. Όλα τα ρώτησε. Αλλά χωρίς κουτσομπολίστικη διάθεση και χωρίς να παριστάνει τον τάχα δικηγόρο του διαβόλου για να κάνει τον πονηρό όπως πολλοί.

Και προς τιμήν του, δεν ρώτησε (ο πρώτος επιτέλους) για την παλιά μου οικογενειακή κατάσταση, που ο καθένας που κρατάει μαρκούτσι νομίζει ότι έχει το δικαίωμα πάντα να με ρωτάει. Μέχρι να φάει κανένα μπινελίκι.

Θέλω να βρίσω πάντα για την αγένεια αυτή, αλλά κρατιέμαι.

Ό,τι είπαμε, είπαμε και για μένα τέλος αυτή η ιστορία. Αν κάποιος και μετά από αυτά που ειπώθηκαν θέλει να με βρίζει και να συνεχίζει το ίδιο παραμύθι περί Κωστόπουλου τον αφήνω μόνο του πια. Οι νοήμονες και πολιτισμένοι Έλληνες το κατάλαβαν πολύ καλά και το βλέπω γύρω μου.

Όπως λέει και το τραγούδι της Γαλάνη, “Σε όποιον αρέσουμε, για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε”. Άλλη έκφραση ταιριάζει, που έχει σχέση με το… γράψιμο κάπου, αλλά ας είμαστε κουλ.

Εκτός βέβαια και αν ξεπεραστούν πάλι τα εσκαμμένα και τα όρια και πάμε σε κανένα δικαστήριο αυτή τη φορά, χωρίς να ακούω παρακαλετά για να αναιρέσω μηνύσεις και αγωγές.

Άρα γιατί γράφω σήμερα; Γιατί απλά θέλω να αποκαταστήσω δύο αδικίες. Μία δική μου και μία του μοντάζ.
Σε μια μαγνητοσκοπημένη εκπομπή γράφεις περισσότερο χρόνο και οι άνθρωποι κάτι πρέπει να κόψουν για να χωρέσει στον τηλεοπτικό χρόνο. Έτσι έκανα και εγώ στο “Βράδυ”.

Και μου έκοψε το μοντάζ ένα… παιδί μου! Όταν τελείωσε η συνέντευξη και ενώ άκουγα καλά λόγια από μηνύματα και το τηλέφωνο που δεν σταμάταγε να χτυπά, εγώ είχα γκαντεμιάσει! Με είχα δει να μιλάω για τα δύο μου παιδιά και να μην μιλάω για τη μικρή μου κόρη, την Αλεξάνδρα, η οποία by the way είναι το μαλακό μου υπογάστριο. Χαλάστηκα και την πήρα αμέσως τηλέφωνο για συγγνώμη. Το κοριτσάκι μου γέλαγε και προφανώς μου είπε ότι δεν πειράζει. Πειράζει και παραπειράζει.

Έχω γράψει σε αυτή τη στήλη ότι η αγάπη για τα παιδιά δεν διαιρείται, απλά πολλαπλασιάζεται. Στην περίπτωσή μου επί 3. Έχω λόγους να θαυμάζω τα παιδιά μου και έχω πολλούς για να θαυμάζω και τη μικρή μου κόρη. Όπως είπα και για τα άλλα, με συγκινεί. Είναι προφανώς μέχρι σήμερα πολύ καλύτερη από ό,τι ήμουνα εγώ στην ηλικία της. Αριστούχα από μικρό, άριστη αθλήτρια, αριστούχα και πάλι, στο πτυχίο, σε ένα από τα δυσκολότερα και γνωστά οικονομικά πανεπιστήμια, δουλεύει ταυτόχρονα σε δυο δουλειές ιντερνετικά, η μία είναι και αυτή application στη Silicon Valley, βγάζει τα λεφτά της και δεν ζητάει ποτέ τίποτα. Με το πιο χαμηλό προφίλ. Ένα παιδί που μπορεί εύκολα να με κάνει να δακρύσω. Τι άλλο να θέλει ένας γονιός για να υποκλίνεται σε ένα παιδί 22 χρονών; Όταν είναι έτσι, χαίρεσαι και για τον εαυτό σου ως γονιός. Γιατί μπορεί να κάνατε και οι δύο κάτι καλό για τα παιδιά.
Αν και αυτό χαλάει κάποιον, ας το κοιτάξει σε κανένα γιατρό.

Η άλλη παράλειψη ήταν δική μου. Είπα για πολλούς μεγαλόσχημους που έρχονταν σπίτι μου, με καλούσαν σπίτια τους, που όταν έγινε η καταστροφή δεν με πήραν ούτε ένα τηλέφωνο. Ένα. Όχι να μου δώσουν δουλειά -που τους ήταν ευκολάκι- αλλά ούτε για ένα… κάτι. Έναν λόγο καλό. Στο φινάλε δεν ζήτησα από κανέναν τίποτα.

Υπήρχε όμως ένας γνωστός Έλληνας, πολύ γνωστός, που με σημάδεψε. Με συγκίνησε. Όχι κάποιος που έκανα παρέα. Ούτε φίλος. Γνωστός απλός ήταν και αφεντικό.

Όταν ήταν να ανακοινώσω την πτώχευση έκανα την ίδια στιγμή το “Βράδυ” στον ΑΝΤ1. Είδα το έργο του διασυρμού και της ηθικής μου δολοφονίας από συγκεκριμένους κύκλους και ζήτησα ραντεβού από τον Μίνωα Κυριακού. Τον άνθρωπο που κατά τη γνώμη μου έχτισε τη μοντέρνα τηλεόραση στην Ελλάδα.

Δεν θα είχα άλλη δουλειά αλλά δεν μπορούσα να μεταφέρω το πρόβλημά μου σε μια εταιρεία που με φιλοξενούσε. Έτσι είμαι. Δεν ήθελα να ακούν και αυτοί τα μπινελίκια που ερχόντουσαν σε μένα.

Το είπα στον Μίνωα. “Θα γίνει έτσι, θα με πυροβολάνε, οπότε παραιτούμαι”. Σηκώθηκε από το γραφείο, με πήγε σε ένα μεγάλο τραπέζι συσκέψεων, κάθισε δίπλα μου και μου μίλησε πολλή ώρα, σαν πατέρας. Μου είπε ότι νεότερος το έζησε. Το απόλυτο μηδέν. Και ότι ξαναβγήκε πάνω, στην κορυφή με κάποια λίγα δανεικά.

Μου μίλαγε γλυκά, ώρα πολλή. Κανένα δίωρο. Μου είπε πολλά. Και στο τέλος μου λέει: “Δεν πας πουθενά, εδώ θα μείνεις. Δούλεψε, χωρίς δουλειά θα μαραζώσεις. Μη σε νοιάζει, ό,τι και να πουν. Δεν με αφορά”.

Δεν το ξέχασα όλα αυτά τα χρόνια και δεν θα το ξεχάσω ποτέ, αυτή την αντρική εξήγηση. Έχει γραφτεί στον σκληρό δίσκο της ζωής μου.

Όπως και για κάποιον άλλον, παλιό μου φίλο, αλλά νομίζω ότι δεν θέλει να το πω. Αν δεν υπήρχε, δεν ξέρω πώς θα τα έβγαζα πέρα.
Τέλος.