Βασίλης Καρράς: «Στο ξεκίνημά μου μας έπιασε η αστυνομία, μαζί  με τον αδερφό μου, να κολλάμε τις αφίσες μου»
Νέα

Βασίλης Καρράς: «Στο ξεκίνημά μου μας έπιασε η αστυνομία, μαζί με τον αδερφό μου, να κολλάμε τις αφίσες μου»

Βασίλης Καρράς: «Στο ξεκίνημά μου μας έπιασε η αστυνομία, μαζί  με τον αδερφό μου, να κολλάμε τις αφίσες μου»

Ο τραγουδιστής μίλησε για τα δύσκολα χρόνια μέχρι να καταφέρει να ασχοληθεί με τη μεγάλη του αγάπη, το τραγούδι

Είναι ο «απόλυτος άρχοντας» της πίστας, ο Βασίλης Καρράς μετρά 50 χρόνια στο τραγούδι και ο δρόμος ήταν εξαιρετικά δύσβατος μέχρι να καταφέρει να μπει στο σπίτι και στις καρδιές του κόσμου.

«Είναι ένα μικρό βιβλίο όλο αυτό που χρειάζεται για να πω τι αισθάνομαι. Εισέπραξα πίκρα, πόνο, στεναχώρια και μεγάλες χαρές. Μέχρι να σε βάλει ο κόσμος στο σπίτι του, τότε γίνεσαι μεγάλος. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να πετάει και τον πρόλαβα στο τσακ. Όταν είσαι αυτός που είσαι, στην καθημερινότητά σου, όλα τα κερδίζεις», είπε χαρακτηριστικά στον Νίκο Χατζηνικολάου και το «Ενώπιος Ενωπίω» και συνέχισε:

«Κανενός ξεκίνημα δεν είναι απλό. Τους πρώτους δίσκους τους έβγαζα μόνος μου, τους πρώτου δέκα δίσκους. Με έπιασε η αστυνομία με τον αδερφό μου να κολλάμε αφίσες και μόλις είδαν ποιος είμαι κατάλαβαν. Έκανα τρεις δουλειές, ήμουν μουτζούρης αυτοκινήτων και το σαββατοκύριακο τραγούδαγα. Το 1978 με έφερε ο Μίμης Πλέσσας σε εταιρία και λέει εγώ θα γράψω τα μισά τραγούδια και θα τον στηρίξουμε. Λένε μόλις κλείσαμε λαϊκό τραγουδιστή, τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο. Ξαναγύρισα πίσω περιμένοντας να χτυπήσει η πόρτα. Η πόρτα όμως δεν χτυπάει αν δεν χτυπήσεις εσύ».

Ήταν πολύ μικρός όταν κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει με το τραγούδι. «Το 1959 είμαι 8-9 χρονών και είχε βγει “Το τελευταίο βράδυ μου” του Καζαντζίδη και το έχω μάθει απέξω. Πήγα και έσπασα ένα μπολ στο σπίτι και το έκανα ηχείο και φωνάζω τους φίλους μου και κάνουμε μπάντα. Έρχεται η μάνα μου, ξύλο, όσο πιο πολύ με βάραγε, τότε περισσότερο ήθελα να γίνω τραγουδιστής. Η μαμά μου τραγούδαγε παραδοσιακά πάρα πολύ ωραία. Έκανα αμέτρητες δουλειές στη ζωή μου, έπειτα έχασα τον πατέρα μου στα 17, ήταν οικοδόμος και η μητέρα μου καθαρίστρια», πρόσθεσε και επεσήμανε:

«Πήγαινα στα σπίτια που καθάριζε η μητέρα μου να τη βοηθήσω και δεν ήθελε, στεναχωριόταν. Η πρώτη επαγγελματική ενασχόληση ήταν όταν ένα βράδυ, πάμε σε ένα ταβερνάκι με την παρέα μου και αρχίσαμε να τραγουδάμε όλοι μαζί και είναι ένας μουσικός και μου λέει δεν έρχεσαι τα Σάββατα να λες κανένα τραγουδάκι. Λέω ντρέπομαι. Ήταν ένα μαγαζί που χώραγε 150 άτομα και έλεγαν λαϊκά και ποντιακά. Στην πρεμιέρα ήρθε όσος κόσμος έρχεται και σήμερα στις πρεμιέρες μου. Ήρθε όλη η γειτονιά, έκλεισε ο δρόμος. Δεν μπόρεσαν να μπουν στο μαγαζί. Εκεί άρχισα να νιώθω τη φλόγα. Την άλλη δουλειά δεν την παρατούσα».

«Το 1976 άφησα την άλλη δουλειά. Έκανα 4 εμφανίσεις τη βραδιά, άλλαζα ρούχα μέσα στο αυτοκίνητο. Ήταν δύσκολος ο δρόμος να ανοίξει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Το είχα βάλει στόχο να το καταφέρω και είμαι σε ένα γραφείο μέσα, έχω φάει ένα πούλημα καλό, μεγάλο παραμύθι, εγώ είπα όμως δεν πειράζει. Έρχεται ένας τύπος που μου άρεσε η φάτσα του. Λέω ποιος είναι αυτός. Είχε ένα μαγαζί στο τέρμα της Πατησίων. Του λέω ποιον έχεις μέσα, τον Τζίμη Πανούση μου λέει και τελειώνει αύριο. Ωραία λέω, ξεκινάμε τη Δευτέρα. Κάνω 15 μέρες εκεί κα πήραν άλλη τροπή τα πράγματα και άρχισα να κατεβαίνω στην Αθήνα».

Ο Βασίλης Καρράς εκτός από το τραγούδι είναι πλέον και αγρότης, καθώς έχει φτιάξει μια φάρμα στο Κοκκινοχώρι Καβάλας, ενώ συλλέγει και αυτοκίνητα αντίκες.

https://streamable.com/nrx8rg