Βασίλης Καρράς: Η τελευταία του συνέντευξη – «Εισέπραξα πίκρα και πόνο μέχρι να με βάλει ο κόσμος σπίτι του»
Τηλεόραση

Βασίλης Καρράς: Η τελευταία του συνέντευξη – «Εισέπραξα πίκρα και πόνο μέχρι να με βάλει ο κόσμος σπίτι του»

Βασίλης Καρράς: Η τελευταία του συνέντευξη – «Εισέπραξα πίκρα και πόνο μέχρι να με βάλει ο κόσμος σπίτι του»

Η τελευταία του μεγάλη συνέντευξη στο Ενώπιος Ενωπίω

Ανείπωτη θλίψη στο καλλιτεχνικό στερέωμα έφερε η είδηση του θανάτου του Βασίλη Καρρά παραμονή Χριστουγέννων.

Ο «άρχοντας της πίστας και της καψούρας» έπασχε από κορονοϊό και νοσηλευόταν στο Διαβαλκανικό Νοσοκομείο, στη Θεσσαλονίκη. Στο πλευρό βρισκόταν η αγαπημένη σύζυγός του Χριστίνα και η κόρη του Ειρήνη.

«Δεν μου έλειψε η αγάπη του κόσμου»

Η τελευταία δημόσια εμφάνιση ήταν πριν από 7 μήνες όπου μιλώντας στις κάμερες των δημοσιογράφων αναφέρθηκε στην κατάσταση της υγείας του.

«Είμαι πολύ καλά μετά την περιπέτεια της υγείας μου. Όλους αυτούς τους μήνες δεν μου έλειψε η αγάπη του κόσμου. Δεν μου λείπει ποτέ γιατί είναι το μεγαλύτερο δώρο που εισπράττω» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά.

Δύο χρόνια πριν είχε δώσει την τελευταία του εφ΄όλης της ύλης συνέντευξη στην εκπομπή «Ενώπιος ενωπίω» με τον Νίκο Χατζηνικολάου όπου είχε αναφερθεί εκτενώς στα πρώτα του βήματα και στο ξεκίνημά του στο τραγούδι.

«Κανενός ξεκίνημα δεν είναι απλό. Τους πρώτους δίσκους τους έβγαζα μόνος μου, τους πρώτου δέκα δίσκους. Με έπιασε η αστυνομία με τον αδερφό μου να κολλάμε αφίσες και μόλις είδαν ποιος είμαι κατάλαβαν. Έκανα τρεις δουλειές, ήμουν μουτζούρης αυτοκινήτων και το σαββατοκύριακο τραγούδαγα. Το 1978 με έφερε ο Μίμης Πλέσσας σε εταιρία και λέει εγώ θα γράψω τα μισά τραγούδια και θα τον στηρίξουμε. Λένε μόλις κλείσαμε λαϊκό τραγουδιστή, τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο. Ξαναγύρισα πίσω περιμένοντας να χτυπήσει η πόρτα. Η πόρτα όμως δεν χτυπάει αν δεν χτυπήσεις εσύ».

«Όσο πιο πολύ με βάραγε η μάνα μου, τότε περισσότερο ήθελα να γίνω τραγουδιστής»

«Το 1959 είμαι 8-9 χρονών και είχε βγει “Το τελευταίο βράδυ μου” του Καζαντζίδη και το έχω μάθει απέξω. Πήγα και έσπασα ένα μπολ στο σπίτι και το έκανα ηχείο και φωνάζω τους φίλους μου και κάνουμε μπάντα. Έρχεται η μάνα μου, ξύλο, όσο πιο πολύ με βάραγε, τότε περισσότερο ήθελα να γίνω τραγουδιστής. Η μαμά μου τραγούδαγε παραδοσιακά πάρα πολύ ωραία. Έκανα αμέτρητες δουλειές στη ζωή μου, έπειτα έχασα τον πατέρα μου στα 17, ήταν οικοδόμος και η μητέρα μου καθαρίστρια», πρόσθεσε και επεσήμανε:

«Πήγαινα στα σπίτια που καθάριζε η μητέρα μου να τη βοηθήσω και δεν ήθελε, στεναχωριόταν. Η πρώτη επαγγελματική ενασχόληση ήταν όταν ένα βράδυ, πάμε σε ένα ταβερνάκι με την παρέα μου και αρχίσαμε να τραγουδάμε όλοι μαζί και είναι ένας μουσικός και μου λέει δεν έρχεσαι τα Σάββατα να λες κανένα τραγουδάκι. Λέω ντρέπομαι. Ήταν ένα μαγαζί που χώραγε 150 άτομα και έλεγαν λαϊκά και ποντιακά. Στην πρεμιέρα ήρθε όσος κόσμος έρχεται και σήμερα στις πρεμιέρες μου. Ήρθε όλη η γειτονιά, έκλεισε ο δρόμος. Δεν μπόρεσαν να μπουν στο μαγαζί. Εκεί άρχισα να νιώθω τη φλόγα. Την άλλη δουλειά δεν την παρατούσα».

«Εισέπραξα, πίκρα, πόνο…»

«Το 1976 άφησα την άλλη δουλειά. Έκανα 4 εμφανίσεις τη βραδιά, άλλαζα ρούχα μέσα στο αυτοκίνητο. Ήταν δύσκολος ο δρόμος να ανοίξει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Το είχα βάλει στόχο να το καταφέρω και είμαι σε ένα γραφείο μέσα, έχω φάει ένα πούλημα καλό, μεγάλο παραμύθι, εγώ είπα όμως δεν πειράζει. Έρχεται ένας τύπος που μου άρεσε η φάτσα του. Λέω ποιος είναι αυτός. Είχε ένα μαγαζί στο τέρμα της Πατησίων. Του λέω ποιον έχεις μέσα, τον Τζίμη Πανούση μου λέει και τελειώνει αύριο. Ωραία λέω, ξεκινάμε τη Δευτέρα. Κάνω 15 μέρες εκεί κα πήραν άλλη τροπή τα πράγματα και άρχισα να κατεβαίνω στην Αθήνα».

Κάνοντας την αποτίμηση της πορείας του είχε αναφέρει ότι «εισέπραξα, πίκρα, πόνο, στενοχώρια και μεγάλες χαρές μέχρι να με βάλει ο κόσμος στο σπίτι του. Όταν είσαι αυτός που είσαι όλα τα κερδίζεις και όταν λες αλήθεια».

Διαβάστε επίσης

Βασίλης Καρράς: Ένας γνήσιος «άρχοντας» της πίστας