Ελένη Ροδά: «Ξεμυαλίστηκα εγώ και έφυγα να πάω με τον Κόκοτα»
Τηλεόραση

Ελένη Ροδά: «Ξεμυαλίστηκα εγώ και έφυγα να πάω με τον Κόκοτα»

Ελένη Ροδά: «Ξεμυαλίστηκα εγώ και έφυγα να πάω με τον Κόκοτα»

Η «μάγκισσα» του ελληνικού κινηματογράφου μιλά στο Στούντιο 4

Στη Φανή Πλατσατούρα και την εκπομπή, Στούντιο 4, παραχώρησε συνέντευξη η Ελένη Ροδά και μιλά για τον όρο «μάγκισσα» που την χαρακτήριζαν αλλά και τη συνεργασία της με τον Τσιτσάνη, τον Θεοδωράκη και τον Κόκοτα.

«Δεν ήμουν μάγκισσα αλλά έτσι με χαρακτήρισαν. Όλος ο κόσμος με έβλεπε και έλεγε “το μαγκάκι”. Ποιος ξέρει γιατί! Ήμουν ηθοποιός και ξαφνικά βρέθηκε στο τραγούδι. Άρχισα το τραγούδι με τον Μίκη Θεοδωράκη και μετά ξεκίνησα στις μπουάτ. Μετά τις σταμάτησα τις μπουάτ γιατί λέγαμε επαναστατικά τραγούδια. Με πήρε ένας φίλος μου και μου είπε να πάω στα Δειλινά. Εκεί τα χρήματα ήταν περισσότερα από το θέατρο. Εγώ άρχισα με την Μοσχολιού, τον Ξανθόπουλο και μόλις πρωτοέβγαινε ο Κόκοτας.

Στην πρώτη μου εμφάνιση στα Δειλινά είπα “εγώ να είμαι σε αυτόν τον κόσμο μέσα; Ποτέ”. Ήταν τόσο περίεργα όλα τα πράγματα εκεί… Μου έστελναν λουλούδια άνθρωποι άσχετοι, δεν έβλεπα κανέναν γνωστό, είχα τρελαθεί και είπα “δεν ξανατραγουδάω εδώ”. Ήρθε την άλλη μέρα και με πήρε ο Λάκης Καρνέζης από το σπίτι μου, με το ζόρι, αλλιώς δεν θα ξαναπήγαινα. Ήταν για μένα ένας αλλιώτικος κόσμος.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν πολύ γλυκό άνθρωπος. Ήθελε να μου δώσει τραγούδια, πήγα στο σπίτι του, κάναμε πρόβες και μετά ξεμυαλίστηκα εγώ. Έφυγα να πάω με τον Κόκοτα γιατί θαύμαζα πολύ τότε τους ανθρώπους που είχαν μεγάλη και δυνατή φωνή. Νόμιζα ότι αυτό είναι το τραγούδι.

“Βασίλη μου, ωραίος ε;” του είπα. Με κοιτάζει και μου λέει: “αχ Ελένη μου, και ο γάιδαρος γκαρίζει”. Δεν θα το ξεχάσω! Πέρασαν 40 χρόνια για να καταλάβω τι εννοούσε ο Τσιτσάνης.

Ήμουν και ένα νόστιμο κορίτσι και “περνούσα”. Από τις λίγες που κατέβηκα από το πάλκο, ντυνόμουν και ωραία, πάντα έδινα όλα τα λεφτά μου στα ρούχα. Ό,τι έβγαζα το έδινα στα ρούχα και τα παπούτσια».

Διαβάστε επίσης

Σιροπιαστό γλυκό με ινδοκάρυδο δια χειρός Δημήτρη Μακρυνιώτη